Ancient Greek-English Dictionary Language

λειμώνιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λειμώνιος λειμώνιᾱ λειμώνιον

Structure: λειμωνι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: leimw/n

Sense

  1. of a meadow

Examples

  • ὦ καλὰ ὦ χαρίεσσα κόρα, τὺ μὲν οἰκέτισ ἤδη, ἄμμεσ δ’ ἐσ δρόμον ἦρι καὶ ἐσ λειμώνια φύλλα ἑρψοῦμεσ στεφάνωσ δρεψούμεναι ἁδὺ πνέοντασ, πολλὰ τεοῦσ Ἑλένα μεμναμέναι ὡσ γαλαθηναὶ ἄρνεσ γειναμένασ ὀιόσ μαστὸν ποθέοισαι. (Theocritus, Idylls, 19)
  • "συμπλέκουσι γὰρ καὶ τοῦτ’ ἔνιοι εἰσ τοὺσ στεφάνουσ, ἐπὶ τούτοισ ἥ τε οἰνάνθη καὶ τὸ μέλαν ἰόν καὶ τῶν ἀγρίων ὅ τε ἑλίχρυσοσ καὶ τῆσ ἀνεμώνησ ἡ λειμωνία καλουμένη καὶ ξίφιον καὶ ὑάκινθοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 275)
  • ἡ γὰρ ἕλειοσ καὶ λειμωνία βοτάνη δαψιλὴσ οὖσα τῶν τε ὀργάδων ἡ δροσερὰ καὶ κατάρρυτοσ ἄπειροσ ὅση θέρει νέμεται καὶ παρέχει διὰ παντὸσ εὐθενούσασ τὰσ ἀγέλασ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 37 4:2)

Synonyms

  1. of a meadow

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION