헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λακέρυζα

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λακέρυζα

형태분석: λακερυζ (어간) + α (어미)

어원: from lakei=n, aor2 inf. of la/skw

  1. one that screams or cries, cawing, yelping

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν, μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κορώνη. (Hesiod, Works and Days, Book WD 89:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 89:1)

  • οὐκ οἶσθ’ ὅτι πέντ’ ἀνδρῶν γενεὰσ ζώει λακέρυζα κορώνη; (Aristophanes, Birds, Agon, antepirrheme 1:23)

    (아리스토파네스, Birds, Agon, antepirrheme 1:23)

  • "λέγει γὰρ ἐν τῷ τῆσ Ναΐδοσ προσώπῳ καὶ τὸν χρόνον αἰνιττόμενοσ ἐννέα τοι ζώει γενεὰσ λακέρυζα κορώνη, ἀνδρῶν ἡβώντων ἔλαφοσ δέ τε τετρακόρωνοσ τρεῖσ δ’ ἐλάφουσ ὁ κόραξ γηράσκεται αὐτὰρ ὁ φοίνιξ ἐννέα τοὺσ κόρακασ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 112)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 112)

  • Ἔστι δέ τισ πεδίοιο κατὰ στίβον ἐγγύθι νηοῦ αἴγειροσ φύλλοισιν ἀπειρεσίοισ κομόωσα, τῇ θαμὰ δὴ λακέρυζαι ἐπηυλίζοντο κορῶναι. (Apollodorus, Argonautica, book 3 15:18)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 3 15:18)

  • καὶ γὰρ ἡ "λακέρυζα πρὸσ δεσπόταν κύων ἐκείνη "κραυγάζουσα" καὶ "μέγασ ἐν ἀφρόνων κενεαγορίαισι" καὶ ὁ "τῶν διασόφων ὄχλοσ κρατῶν" καὶ οἱ "λεπτῶσ μεριμνῶντεσ," ὅτι ἄρα "πένονται," καὶ ἄλλα μυρία σημεῖα παλαιᾶσ ἐναντιώσεωσ τούτων. (Plato, Republic, book 10 292:4)

    (플라톤, Republic, book 10 292:4)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION