Ancient Greek-English Dictionary Language

λαίμαργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λαίμαργος λαίμαργον

Structure: λαιμαργ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. very greedy, gluttonous

Examples

  • ἐφ’ ὧν οὖν ζῳών φύσει λαιμάργων ὑπαρχόντων ἥ τ’ εὐρυχωρία τοῦ στόματόσ ἐστι δαψιλὴσ ἥ τε τῆσ γαστρὸσ θέσισ ἐγγύσ, ὡσ ἐπὶ συνόδοντόσ τε καὶ χάννησ, οὐδὲν θαυμαστόν, ὅταν ἱκανῶσ πεινάσαντα διώκῃ τι τῶν μικροτέρων ζῳών, εἶτ’ ἤδη πλησίον ᾖ τοῦ συλλαβεῖν, ἀνατρέχειν ἐπειγούσησ τῆσ ἐπιθυμίασ εἰσ τὸ στόμα τὴν γαστέρα. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 839)
  • ἐσ βαθὺν ἥλατο Νεῖλον ἀπ’ ὀφρύοσ ὀξὺσ ὁδίτησ, ἡνίκα λαιμάργων εἶδε λύκων ἀγέλην. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2521)

Synonyms

  1. very greedy

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION