Ancient Greek-English Dictionary Language

κυλοιδιάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κυλοιδιάω

Structure: κυλοιδιά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ku/la, oi)da/w

Sense

  1. to have a swelling below the eye

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλοιδίω κυλοιδίᾳς κυλοιδίᾳ
Dual κυλοιδίᾱτον κυλοιδίᾱτον
Plural κυλοιδίωμεν κυλοιδίᾱτε κυλοιδίωσιν*
SubjunctiveSingular κυλοιδίω κυλοιδίῃς κυλοιδίῃ
Dual κυλοιδίητον κυλοιδίητον
Plural κυλοιδίωμεν κυλοιδίητε κυλοιδίωσιν*
OptativeSingular κυλοιδίῳμι κυλοιδίῳς κυλοιδίῳ
Dual κυλοιδίῳτον κυλοιδιῷτην
Plural κυλοιδίῳμεν κυλοιδίῳτε κυλοιδίῳεν
ImperativeSingular κυλοιδῖᾱ κυλοιδιᾶτω
Dual κυλοιδίᾱτον κυλοιδιᾶτων
Plural κυλοιδίᾱτε κυλοιδιῶντων, κυλοιδιᾶτωσαν
Infinitive κυλοιδίᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλοιδιων κυλοιδιωντος κυλοιδιωσα κυλοιδιωσης κυλοιδιων κυλοιδιωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλοιδίωμαι κυλοιδίᾳ κυλοιδίᾱται
Dual κυλοιδίᾱσθον κυλοιδίᾱσθον
Plural κυλοιδιῶμεθα κυλοιδίᾱσθε κυλοιδίωνται
SubjunctiveSingular κυλοιδίωμαι κυλοιδίῃ κυλοιδίηται
Dual κυλοιδίησθον κυλοιδίησθον
Plural κυλοιδιώμεθα κυλοιδίησθε κυλοιδίωνται
OptativeSingular κυλοιδιῷμην κυλοιδίῳο κυλοιδίῳτο
Dual κυλοιδίῳσθον κυλοιδιῷσθην
Plural κυλοιδιῷμεθα κυλοιδίῳσθε κυλοιδίῳντο
ImperativeSingular κυλοιδίω κυλοιδιᾶσθω
Dual κυλοιδίᾱσθον κυλοιδιᾶσθων
Plural κυλοιδίᾱσθε κυλοιδιᾶσθων, κυλοιδιᾶσθωσαν
Infinitive κυλοιδίᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλοιδιωμενος κυλοιδιωμενου κυλοιδιωμενη κυλοιδιωμενης κυλοιδιωμενον κυλοιδιωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION