Ancient Greek-English Dictionary Language

κυανόχρους

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυανόχρους κυανόχρουν

Structure: κυανοχρο (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xro/a

Sense

  1. dark-coloured, dark-looking

Examples

  • τὰ δὲ ψυχρὰ ἐν τέτταρσι γίγνεται κατὰ τὴν λέξιν, ἔν τε τοῖσ διπλοῖσ ὀνόμασιν, οἱο͂ν Λυκόφρων "τὸν πολυπρόσωπον οὐρανὸν τῆσ μεγαλοκορύφου γῆσ" , καὶ "ἀκτὴν δὲ στενοπόρον" , καὶ ὡσ Γοργίασ ὠνόμαζεν "πτωχομουσοκόλοκασ ἐπιορκήσαντασ κατ’ εὐορκήσαντοσ" , καὶ ὡσ Ἀλκιδάμασ "μένουσ μὲν τὴν ψυχὴν πληρουμένην, πυρίχρων δὲ τὴν ὄψιν γιγνομένην" , καὶ "τελεσφόρον" ᾠήθη τὴν προθυμίαν αὐτῶν γενήσεσθαι, καὶ "τελεσφόρον" τὴν πειθὼ τῶν λόγων κατέστησεν, καὶ "κυανόχρων" τὸ τῆσ θαλάττησ ἔδαφοσ· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 3 1:1)

Synonyms

  1. dark-coloured

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION