헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρεουργέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κρεουργέω κρεουργήσω

형태분석: κρεουργέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잡다
  1. to cut up meat like a butcher, to butcher

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρεούργω

(나는) 잡는다

κρεούργεις

(너는) 잡는다

κρεούργει

(그는) 잡는다

쌍수 κρεούργειτον

(너희 둘은) 잡는다

κρεούργειτον

(그 둘은) 잡는다

복수 κρεούργουμεν

(우리는) 잡는다

κρεούργειτε

(너희는) 잡는다

κρεούργουσιν*

(그들은) 잡는다

접속법단수 κρεούργω

(나는) 잡자

κρεούργῃς

(너는) 잡자

κρεούργῃ

(그는) 잡자

쌍수 κρεούργητον

(너희 둘은) 잡자

κρεούργητον

(그 둘은) 잡자

복수 κρεούργωμεν

(우리는) 잡자

κρεούργητε

(너희는) 잡자

κρεούργωσιν*

(그들은) 잡자

기원법단수 κρεούργοιμι

(나는) 잡기를 (바라다)

κρεούργοις

(너는) 잡기를 (바라다)

κρεούργοι

(그는) 잡기를 (바라다)

쌍수 κρεούργοιτον

(너희 둘은) 잡기를 (바라다)

κρεουργοίτην

(그 둘은) 잡기를 (바라다)

복수 κρεούργοιμεν

(우리는) 잡기를 (바라다)

κρεούργοιτε

(너희는) 잡기를 (바라다)

κρεούργοιεν

(그들은) 잡기를 (바라다)

명령법단수 κρεοῦργει

(너는) 잡아라

κρεουργεῖτω

(그는) 잡아라

쌍수 κρεούργειτον

(너희 둘은) 잡아라

κρεουργεῖτων

(그 둘은) 잡아라

복수 κρεούργειτε

(너희는) 잡아라

κρεουργοῦντων, κρεουργεῖτωσαν

(그들은) 잡아라

부정사 κρεούργειν

잡는 것

분사 남성여성중성
κρεουργων

κρεουργουντος

κρεουργουσα

κρεουργουσης

κρεουργουν

κρεουργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρεούργουμαι

(나는) 잡힌다

κρεούργει, κρεούργῃ

(너는) 잡힌다

κρεούργειται

(그는) 잡힌다

쌍수 κρεούργεισθον

(너희 둘은) 잡힌다

κρεούργεισθον

(그 둘은) 잡힌다

복수 κρεουργοῦμεθα

(우리는) 잡힌다

κρεούργεισθε

(너희는) 잡힌다

κρεούργουνται

(그들은) 잡힌다

접속법단수 κρεούργωμαι

(나는) 잡히자

κρεούργῃ

(너는) 잡히자

κρεούργηται

(그는) 잡히자

쌍수 κρεούργησθον

(너희 둘은) 잡히자

κρεούργησθον

(그 둘은) 잡히자

복수 κρεουργώμεθα

(우리는) 잡히자

κρεούργησθε

(너희는) 잡히자

κρεούργωνται

(그들은) 잡히자

기원법단수 κρεουργοίμην

(나는) 잡히기를 (바라다)

κρεούργοιο

(너는) 잡히기를 (바라다)

κρεούργοιτο

(그는) 잡히기를 (바라다)

쌍수 κρεούργοισθον

(너희 둘은) 잡히기를 (바라다)

κρεουργοίσθην

(그 둘은) 잡히기를 (바라다)

복수 κρεουργοίμεθα

(우리는) 잡히기를 (바라다)

κρεούργοισθε

(너희는) 잡히기를 (바라다)

κρεούργοιντο

(그들은) 잡히기를 (바라다)

명령법단수 κρεούργου

(너는) 잡혀라

κρεουργεῖσθω

(그는) 잡혀라

쌍수 κρεούργεισθον

(너희 둘은) 잡혀라

κρεουργεῖσθων

(그 둘은) 잡혀라

복수 κρεούργεισθε

(너희는) 잡혀라

κρεουργεῖσθων, κρεουργεῖσθωσαν

(그들은) 잡혀라

부정사 κρεούργεισθαι

잡히는 것

분사 남성여성중성
κρεουργουμενος

κρεουργουμενου

κρεουργουμενη

κρεουργουμενης

κρεουργουμενον

κρεουργουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρεουργήσω

(나는) 잡겠다

κρεουργήσεις

(너는) 잡겠다

κρεουργήσει

(그는) 잡겠다

쌍수 κρεουργήσετον

(너희 둘은) 잡겠다

κρεουργήσετον

(그 둘은) 잡겠다

복수 κρεουργήσομεν

(우리는) 잡겠다

κρεουργήσετε

(너희는) 잡겠다

κρεουργήσουσιν*

(그들은) 잡겠다

기원법단수 κρεουργήσοιμι

(나는) 잡겠기를 (바라다)

κρεουργήσοις

(너는) 잡겠기를 (바라다)

κρεουργήσοι

(그는) 잡겠기를 (바라다)

쌍수 κρεουργήσοιτον

(너희 둘은) 잡겠기를 (바라다)

κρεουργησοίτην

(그 둘은) 잡겠기를 (바라다)

복수 κρεουργήσοιμεν

(우리는) 잡겠기를 (바라다)

κρεουργήσοιτε

(너희는) 잡겠기를 (바라다)

κρεουργήσοιεν

(그들은) 잡겠기를 (바라다)

부정사 κρεουργήσειν

잡을 것

분사 남성여성중성
κρεουργησων

κρεουργησοντος

κρεουργησουσα

κρεουργησουσης

κρεουργησον

κρεουργησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρεουργήσομαι

(나는) 잡히겠다

κρεουργήσει, κρεουργήσῃ

(너는) 잡히겠다

κρεουργήσεται

(그는) 잡히겠다

쌍수 κρεουργήσεσθον

(너희 둘은) 잡히겠다

κρεουργήσεσθον

(그 둘은) 잡히겠다

복수 κρεουργησόμεθα

(우리는) 잡히겠다

κρεουργήσεσθε

(너희는) 잡히겠다

κρεουργήσονται

(그들은) 잡히겠다

기원법단수 κρεουργησοίμην

(나는) 잡히겠기를 (바라다)

κρεουργήσοιο

(너는) 잡히겠기를 (바라다)

κρεουργήσοιτο

(그는) 잡히겠기를 (바라다)

쌍수 κρεουργήσοισθον

(너희 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

κρεουργησοίσθην

(그 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

복수 κρεουργησοίμεθα

(우리는) 잡히겠기를 (바라다)

κρεουργήσοισθε

(너희는) 잡히겠기를 (바라다)

κρεουργήσοιντο

(그들은) 잡히겠기를 (바라다)

부정사 κρεουργήσεσθαι

잡힐 것

분사 남성여성중성
κρεουργησομενος

κρεουργησομενου

κρεουργησομενη

κρεουργησομενης

κρεουργησομενον

κρεουργησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρεοῦργουν

(나는) 잡고 있었다

ἐκρεοῦργεις

(너는) 잡고 있었다

ἐκρεοῦργειν*

(그는) 잡고 있었다

쌍수 ἐκρεούργειτον

(너희 둘은) 잡고 있었다

ἐκρεουργεῖτην

(그 둘은) 잡고 있었다

복수 ἐκρεούργουμεν

(우리는) 잡고 있었다

ἐκρεούργειτε

(너희는) 잡고 있었다

ἐκρεοῦργουν

(그들은) 잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρεουργοῦμην

(나는) 잡히고 있었다

ἐκρεούργου

(너는) 잡히고 있었다

ἐκρεούργειτο

(그는) 잡히고 있었다

쌍수 ἐκρεούργεισθον

(너희 둘은) 잡히고 있었다

ἐκρεουργεῖσθην

(그 둘은) 잡히고 있었다

복수 ἐκρεουργοῦμεθα

(우리는) 잡히고 있었다

ἐκρεούργεισθε

(너희는) 잡히고 있었다

ἐκρεούργουντο

(그들은) 잡히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λεγόντων δὲ τῶν δογματικῶν ὡσ δυνήσεται βιοῦν ὁ σκεπτικὸσ μὴ φεύγων τό, εἰ κελευσθείη, κρεουργεῖν τὸν πατέρα, φασὶν οἱ σκεπτικοὶ ὡσ δυνήσεται βιοῦν <ὥστε> · (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 48:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 48:4)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION