Ancient Greek-English Dictionary Language

κρατερόφρων

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κρατερόφρων κρατερόφρον

Structure: κρατεροφρων (Stem)

Etym.: frh/n

Sense

  1. stout-hearted, dauntless

Examples

  • , ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων δεδιέναι μὴ λάθωσι βλαβέντεσ, ὡσ δὲ κύνεσ περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ, θηρὸσ ἀκούσαντεσ κρατερόφρονοσ,’ οὐχ ὑπὲρ αὑτῶν ἀλλ’ ὑπὲρ τῶν φυλαττομένων. (Plutarch, Ad principem ineruditum, chapter, section 4 5:4)
  • Οὐδὲ μὲν οὐδὲ βίην κρατερόφρονοσ Ἡρακλῆοσ πευθόμεθ’ Αἰσονίδαο λιλαιομένου ἀθερίξαι. (Apollodorus, Argonautica, book 1 3:9)
  • λαῷ γὰρ σύμπαντι πόθοσ κρατερόφρονοσ ἀνδρὸσ θνῄσκοντοσ, ζώων δ’ ἄξιοσ ἡμιθέων· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 15)
  • "ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονοσ ἀνδρὸσ ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδεσ αὐτοὶ ἐόντεσ. (Homer, Odyssey, Book 4 36:2)
  • "ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονοσ ἀνδρὸσ ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι, ἀνάλκιδεσ αὐτοὶ ἐόντεσ. (Homer, Odyssey, Book 17 18:1)

Synonyms

  1. stout-hearted

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION