헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρανοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κρανοποιέω

형태분석: κρανοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make helmets, talks big and warlike.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρανοποίω

κρανοποίεις

κρανοποίει

쌍수 κρανοποίειτον

κρανοποίειτον

복수 κρανοποίουμεν

κρανοποίειτε

κρανοποίουσιν*

접속법단수 κρανοποίω

κρανοποίῃς

κρανοποίῃ

쌍수 κρανοποίητον

κρανοποίητον

복수 κρανοποίωμεν

κρανοποίητε

κρανοποίωσιν*

기원법단수 κρανοποίοιμι

κρανοποίοις

κρανοποίοι

쌍수 κρανοποίοιτον

κρανοποιοίτην

복수 κρανοποίοιμεν

κρανοποίοιτε

κρανοποίοιεν

명령법단수 κρανοποῖει

κρανοποιεῖτω

쌍수 κρανοποίειτον

κρανοποιεῖτων

복수 κρανοποίειτε

κρανοποιοῦντων, κρανοποιεῖτωσαν

부정사 κρανοποίειν

분사 남성여성중성
κρανοποιων

κρανοποιουντος

κρανοποιουσα

κρανοποιουσης

κρανοποιουν

κρανοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρανοποίουμαι

κρανοποίει, κρανοποίῃ

κρανοποίειται

쌍수 κρανοποίεισθον

κρανοποίεισθον

복수 κρανοποιοῦμεθα

κρανοποίεισθε

κρανοποίουνται

접속법단수 κρανοποίωμαι

κρανοποίῃ

κρανοποίηται

쌍수 κρανοποίησθον

κρανοποίησθον

복수 κρανοποιώμεθα

κρανοποίησθε

κρανοποίωνται

기원법단수 κρανοποιοίμην

κρανοποίοιο

κρανοποίοιτο

쌍수 κρανοποίοισθον

κρανοποιοίσθην

복수 κρανοποιοίμεθα

κρανοποίοισθε

κρανοποίοιντο

명령법단수 κρανοποίου

κρανοποιεῖσθω

쌍수 κρανοποίεισθον

κρανοποιεῖσθων

복수 κρανοποίεισθε

κρανοποιεῖσθων, κρανοποιεῖσθωσαν

부정사 κρανοποίεισθαι

분사 남성여성중성
κρανοποιουμενος

κρανοποιουμενου

κρανοποιουμενη

κρανοποιουμενης

κρανοποιουμενον

κρανοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION