Ancient Greek-English Dictionary Language

κομπώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κομπώδης κομπώδες

Structure: κομπωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. boastful, vainglorious, boastfulness

Examples

  • καὶ τἆλλα πάντων ἥδιστοσ ὢν βασιλέων συνεῖναι καὶ χάριτοσ οὐδεμιᾶσ ἀμοιρῶν, τότε ταῖσ μεγαλαυχίαισ ἀηδὴσ ἐγίνετο καὶ λίαν στρατιωτικόσ, αὐτόσ τε πρόσ τὸ κομπῶδεσ ὑποφερόμενοσ καὶ τοῖσ κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼσ ἱππάσιμον, ὑφ’ ὧν οἱ χαριέστεροι τῶν παρόντων ἐπετρίβοντο, μήτε ἁμιλλᾶσθαι τοῖσ κόλαζι μήτε λείπεσθαι βουλόμενοι τῶν αὐτῶν ἐπαίνων, τὸ μὲν γὰρ αἰσχρὸν ἐδόκει, τὸ δὲ κίνδυνον ἔφερε. (Plutarch, Alexander, chapter 23 4:1)

Synonyms

  1. boastful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION