Ancient Greek-English Dictionary Language

κολετράω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κολετράω

Structure: κολετρά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. to trample on

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κολέτρω κολέτρᾳς κολέτρᾳ
Dual κολέτρᾱτον κολέτρᾱτον
Plural κολέτρωμεν κολέτρᾱτε κολέτρωσιν*
SubjunctiveSingular κολέτρω κολέτρῃς κολέτρῃ
Dual κολέτρητον κολέτρητον
Plural κολέτρωμεν κολέτρητε κολέτρωσιν*
OptativeSingular κολέτρῳμι κολέτρῳς κολέτρῳ
Dual κολέτρῳτον κολετρῷτην
Plural κολέτρῳμεν κολέτρῳτε κολέτρῳεν
ImperativeSingular κολε͂τρᾱ κολετρᾶτω
Dual κολέτρᾱτον κολετρᾶτων
Plural κολέτρᾱτε κολετρῶντων, κολετρᾶτωσαν
Infinitive κολέτρᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
κολετρων κολετρωντος κολετρωσα κολετρωσης κολετρων κολετρωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κολέτρωμαι κολέτρᾳ κολέτρᾱται
Dual κολέτρᾱσθον κολέτρᾱσθον
Plural κολετρῶμεθα κολέτρᾱσθε κολέτρωνται
SubjunctiveSingular κολέτρωμαι κολέτρῃ κολέτρηται
Dual κολέτρησθον κολέτρησθον
Plural κολετρώμεθα κολέτρησθε κολέτρωνται
OptativeSingular κολετρῷμην κολέτρῳο κολέτρῳτο
Dual κολέτρῳσθον κολετρῷσθην
Plural κολετρῷμεθα κολέτρῳσθε κολέτρῳντο
ImperativeSingular κολέτρω κολετρᾶσθω
Dual κολέτρᾱσθον κολετρᾶσθων
Plural κολέτρᾱσθε κολετρᾶσθων, κολετρᾶσθωσαν
Infinitive κολέτρᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κολετρωμενος κολετρωμενου κολετρωμενη κολετρωμενης κολετρωμενον κολετρωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to trample on

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION