고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: κολακευτικός κολακευτική κολακευτικόν
Structure: κολακευτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | κολακευτικός | κολακευτική | κολακευτικόν |
Genitive | κολακευτικοῦ | κολακευτικῆς | κολακευτικοῦ | |
Dative | κολακευτικῷ | κολακευτικῇ | κολακευτικῷ | |
Accusative | κολακευτικόν | κολακευτικήν | κολακευτικόν | |
Vocative | κολακευτικέ | κολακευτική | κολακευτικόν | |
Dual | N/A/V | κολακευτικώ | κολακευτικᾱ́ | κολακευτικώ |
G/D | κολακευτικοῖν | κολακευτικαῖν | κολακευτικοῖν | |
Plural | Nominative | κολακευτικοί | κολακευτικαί | κολακευτικά |
Genitive | κολακευτικῶν | κολακευτικῶν | κολακευτικῶν | |
Dative | κολακευτικοῖς | κολακευτικαῖς | κολακευτικοῖς | |
Accusative | κολακευτικούς | κολακευτικᾱ́ς | κολακευτικά | |
Vocative | κολακευτικοί | κολακευτικαί | κολακευτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | κολακευτικός κολακευτικοῦ | κολακευτικότερος κολακευτικοτεροῦ | κολακευτικότατος κολακευτικοτατοῦ |
Adverb | κολακευτικώς | κολακευτικότερον | κολακευτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기