헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κληροδοσία

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κληροδοσία

형태분석: κληροδοσι (어간) + α (어미)

  1. 승계, 상속
  1. succession, inheritance

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κληροδοσία

승계가

κληροδοσίᾱ

승계들이

κληροδοσίαι

승계들이

속격 κληροδοσίᾱς

승계의

κληροδοσίαιν

승계들의

κληροδοσιῶν

승계들의

여격 κληροδοσίᾱͅ

승계에게

κληροδοσίαιν

승계들에게

κληροδοσίαις

승계들에게

대격 κληροδοσίαν

승계를

κληροδοσίᾱ

승계들을

κληροδοσίᾱς

승계들을

호격 κληροδοσία

승계야

κληροδοσίᾱ

승계들아

κληροδοσίαι

승계들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πόρπην χρυσῆν, ὡσ ἔθοσ ἐστὶ δίδοσθαι τοῖσ συγγενέσι τῶν βασιλέων, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν Ἀκκαρὼν καὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῆσ εἰσ κληροδοσίαν. (Septuagint, Liber Maccabees I 10:89)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 10:89)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION