헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλαγγαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλαγγαίνω

형태분석: κλαγγαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: kla/zw

  1. to give tongue

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κλαγγαίνω

κλαγγαίνεις

κλαγγαίνει

쌍수 κλαγγαίνετον

κλαγγαίνετον

복수 κλαγγαίνομεν

κλαγγαίνετε

κλαγγαίνουσιν*

접속법단수 κλαγγαίνω

κλαγγαίνῃς

κλαγγαίνῃ

쌍수 κλαγγαίνητον

κλαγγαίνητον

복수 κλαγγαίνωμεν

κλαγγαίνητε

κλαγγαίνωσιν*

기원법단수 κλαγγαίνοιμι

κλαγγαίνοις

κλαγγαίνοι

쌍수 κλαγγαίνοιτον

κλαγγαινοίτην

복수 κλαγγαίνοιμεν

κλαγγαίνοιτε

κλαγγαίνοιεν

명령법단수 κλάγγαινε

κλαγγαινέτω

쌍수 κλαγγαίνετον

κλαγγαινέτων

복수 κλαγγαίνετε

κλαγγαινόντων, κλαγγαινέτωσαν

부정사 κλαγγαίνειν

분사 남성여성중성
κλαγγαινων

κλαγγαινοντος

κλαγγαινουσα

κλαγγαινουσης

κλαγγαινον

κλαγγαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κλαγγαίνομαι

κλαγγαίνει, κλαγγαίνῃ

κλαγγαίνεται

쌍수 κλαγγαίνεσθον

κλαγγαίνεσθον

복수 κλαγγαινόμεθα

κλαγγαίνεσθε

κλαγγαίνονται

접속법단수 κλαγγαίνωμαι

κλαγγαίνῃ

κλαγγαίνηται

쌍수 κλαγγαίνησθον

κλαγγαίνησθον

복수 κλαγγαινώμεθα

κλαγγαίνησθε

κλαγγαίνωνται

기원법단수 κλαγγαινοίμην

κλαγγαίνοιο

κλαγγαίνοιτο

쌍수 κλαγγαίνοισθον

κλαγγαινοίσθην

복수 κλαγγαινοίμεθα

κλαγγαίνοισθε

κλαγγαίνοιντο

명령법단수 κλαγγαίνου

κλαγγαινέσθω

쌍수 κλαγγαίνεσθον

κλαγγαινέσθων

복수 κλαγγαίνεσθε

κλαγγαινέσθων, κλαγγαινέσθωσαν

부정사 κλαγγαίνεσθαι

분사 남성여성중성
κλαγγαινομενος

κλαγγαινομενου

κλαγγαινομενη

κλαγγαινομενης

κλαγγαινομενον

κλαγγαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὄναρ διώκεισ θῆρα, κλαγγαίνεισ δ’ ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ’ ἐκλείπων πόνου. (Aeschylus, Eumenides, episode 10:1)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 10:1)

유의어

  1. to give tongue

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION