Ancient Greek-English Dictionary Language

κηροχυτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κηροχυτέω

Structure: κηροχυτέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from khro/xutos

Sense

  1. to make waxen cells

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κηροχύτω κηροχύτεις κηροχύτει
Dual κηροχύτειτον κηροχύτειτον
Plural κηροχύτουμεν κηροχύτειτε κηροχύτουσιν*
SubjunctiveSingular κηροχύτω κηροχύτῃς κηροχύτῃ
Dual κηροχύτητον κηροχύτητον
Plural κηροχύτωμεν κηροχύτητε κηροχύτωσιν*
OptativeSingular κηροχύτοιμι κηροχύτοις κηροχύτοι
Dual κηροχύτοιτον κηροχυτοίτην
Plural κηροχύτοιμεν κηροχύτοιτε κηροχύτοιεν
ImperativeSingular κηροχῦτει κηροχυτεῖτω
Dual κηροχύτειτον κηροχυτεῖτων
Plural κηροχύτειτε κηροχυτοῦντων, κηροχυτεῖτωσαν
Infinitive κηροχύτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κηροχυτων κηροχυτουντος κηροχυτουσα κηροχυτουσης κηροχυτουν κηροχυτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κηροχύτουμαι κηροχύτει, κηροχύτῃ κηροχύτειται
Dual κηροχύτεισθον κηροχύτεισθον
Plural κηροχυτοῦμεθα κηροχύτεισθε κηροχύτουνται
SubjunctiveSingular κηροχύτωμαι κηροχύτῃ κηροχύτηται
Dual κηροχύτησθον κηροχύτησθον
Plural κηροχυτώμεθα κηροχύτησθε κηροχύτωνται
OptativeSingular κηροχυτοίμην κηροχύτοιο κηροχύτοιτο
Dual κηροχύτοισθον κηροχυτοίσθην
Plural κηροχυτοίμεθα κηροχύτοισθε κηροχύτοιντο
ImperativeSingular κηροχύτου κηροχυτεῖσθω
Dual κηροχύτεισθον κηροχυτεῖσθων
Plural κηροχύτεισθε κηροχυτεῖσθων, κηροχυτεῖσθωσαν
Infinitive κηροχύτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κηροχυτουμενος κηροχυτουμενου κηροχυτουμενη κηροχυτουμενης κηροχυτουμενον κηροχυτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ξουθαὶ δ’ ἐφύπερθε μέλισσαι κηροχύτου μέλιτοσ ^ λαροῖσ ἐπὶ χείλεσι ῥαῖνον εἰσ Ἔρωτα κοιμώμενον εὕδεισ, ἀγρύπνουσ ἐπάγων θνητοῖσι μερίμνασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 210 1:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION