Ancient Greek-English Dictionary Language

κελαινεφής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κελαινεφής κελαινεφές

Structure: κελαινεφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: syncope for kelainonefh/s

Sense

  1. black with clouds, shrouded in dark clouds, cloudwrapt, dark-coloured, black, rich

Examples

  • τὸν μὲν ὑποδμηθεῖσα κελαινεφέι Κρονίωνι, τὸν δ’ ἄρα Ἰφικλῆα δορυσσόῳ Ἀμφιτρύωνι, κεκριμένην γενεήν· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 3:8)
  • χωσαμένη δὴ ἔπειτα κελαινεφέι Κρονίωνι νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορὴν καὶ μακρὸν Ὄλυμπον ᾤχετ’ ἐπ’ ἀνθρώπων πόλιασ καὶ πίονα ἔργα εἶδοσ ἀμαλδύνουσα πολὺν χρόνον· (Anonymous, Homeric Hymns, 12:4)
  • ἣ δὲ Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίωνι πείθετο καὶ τὸ μεσηγὺ διέδραμεν ὦκα πόδεσσιν. (Anonymous, Homeric Hymns, 32:10)
  • ] ὣσ μὲν γάρ κεν ἐοῦσα π[αρὰ στυγεροῦ Αἴδαο] καὶ παρ’ ἐμοὶ καὶ πατρὶ κελ[αινεφέϊ Κρονίωνι] ναιετάοισ πάντεσσι τετιμ[ένη ἀθανάτοι]σιν. (Anonymous, Homeric Hymns, 40:15)
  • [ἀλλ’ ἴθι, τέκνον] ἐμόν, καὶ πείθεο, μηδέ τι λίην ἀ[ζηχὲσ μεν]έαινε κελαινεφέι Κρονίωνι. (Anonymous, Homeric Hymns, 46:5)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION