헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταθωρακίζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταθωρακίζομαι

형태분석: καταθωρακίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to be armed at all points

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθωρακίζομαι

καταθωρακίζει, καταθωρακίζῃ

καταθωρακίζεται

쌍수 καταθωρακίζεσθον

καταθωρακίζεσθον

복수 καταθωρακιζόμεθα

καταθωρακίζεσθε

καταθωρακίζονται

접속법단수 καταθωρακίζωμαι

καταθωρακίζῃ

καταθωρακίζηται

쌍수 καταθωρακίζησθον

καταθωρακίζησθον

복수 καταθωρακιζώμεθα

καταθωρακίζησθε

καταθωρακίζωνται

기원법단수 καταθωρακιζοίμην

καταθωρακίζοιο

καταθωρακίζοιτο

쌍수 καταθωρακίζοισθον

καταθωρακιζοίσθην

복수 καταθωρακιζοίμεθα

καταθωρακίζοισθε

καταθωρακίζοιντο

명령법단수 καταθωρακίζου

καταθωρακιζέσθω

쌍수 καταθωρακίζεσθον

καταθωρακιζέσθων

복수 καταθωρακίζεσθε

καταθωρακιζέσθων, καταθωρακιζέσθωσαν

부정사 καταθωρακίζεσθαι

분사 남성여성중성
καταθωρακιζομενος

καταθωρακιζομενου

καταθωρακιζομενη

καταθωρακιζομενης

καταθωρακιζομενον

καταθωρακιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION