헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρτερόχειρ

3군 변화 명사; 남/여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρτερόχειρ καρτερόχειρος

  1. strong-handed

예문

  • [ἐκ τᾶ]σ μὲν γένοσ ἔπλε[το καρτε]ρόχειρ Ἀργεῖοσ [ ] λέοντοσ θυμὸ[ν ἔχων], ὁπότε χρεῖ[όσ τι συμ]βολοῖ μάχασ, ποσσί[ν τ’ ἐλα]φρό[σ, π]ατρίων τ’ οὐκ [ἀπόκλαροσ κ]αλῶν, τόσα Παν[θείδᾳ κλυτό]το‐ ξοσ Ἀπό[λλων ὤπασε]ν, ἀμφί τ’ ἰατορίᾳ ξείνων τε φιλάνορι τιμᾷ· (Bacchylides, , epinicians, ode 1 12:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 1 12:1)

  • Ἆρεσ ὑπερμενέτα, βρισάρματε, χρυσεοπήληξ, ὀβριμόθυμε, φέρασπι, πολισσόε, χαλκοκορυστά, καρτερόχειρ, ἀμόγητε, δορισθενέσ, ἑρ́κοσ Ὀλύμπου, Νίκησ εὐπολέμοιο πάτερ, συναρωγὲ Θέμιστοσ, ἀντιβίοισι τύραννε, δικαιοτάτων ἀγὲ φωτῶν, ἠνορέησ σκηπτοῦχε, πυραυγέα κύκλον ἑλίσσων αἰθέροσ ἑπταπόροισ ἐνὶ τείρεσιν, ἔνθα σε πῶλοι ζαφλεγέεσ τριτάτησ ὑπὲρ ἄντυγοσ αἰὲν ἔχουσι· (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 2:1)

유의어

  1. strong-handed

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION