Ancient Greek-English Dictionary Language

καθαριότης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καθαριότης καθαριότες

Structure: καθαριοτη (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. cleanliness, purity

Examples

  • "χαριέντωσ δὲ τὴν διαφορὰν ὁ ποιητὴσ ἐπιδείκνυσιν ἐπὶ τῆσ κοσμουμένησ Ἥρασ ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸσ ἀθανάτοιο λύματα πάντα κάθηρεν, ἀλείψατο δὲ λίπ’ ἐλαίῳ μέχρι τούτων ἐπιμέλεια καὶ καθαριότησ ἐστιν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 5:15)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION