헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καπράω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καπράω

형태분석: καπρά (어간) + ω (인칭어미)

어원: ka/pros

  1. to be lewd or lecherous

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάπρω

κάπρᾳς

κάπρᾳ

쌍수 κάπρᾱτον

κάπρᾱτον

복수 κάπρωμεν

κάπρᾱτε

κάπρωσιν*

접속법단수 κάπρω

κάπρῃς

κάπρῃ

쌍수 κάπρητον

κάπρητον

복수 κάπρωμεν

κάπρητε

κάπρωσιν*

기원법단수 κάπρῳμι

κάπρῳς

κάπρῳ

쌍수 κάπρῳτον

καπρῷτην

복수 κάπρῳμεν

κάπρῳτε

κάπρῳεν

명령법단수 κᾶπρᾱ

καπρᾶτω

쌍수 κάπρᾱτον

καπρᾶτων

복수 κάπρᾱτε

καπρῶντων, καπρᾶτωσαν

부정사 κάπρᾱν

분사 남성여성중성
καπρων

καπρωντος

καπρωσα

καπρωσης

καπρων

καπρωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάπρωμαι

κάπρᾳ

κάπρᾱται

쌍수 κάπρᾱσθον

κάπρᾱσθον

복수 καπρῶμεθα

κάπρᾱσθε

κάπρωνται

접속법단수 κάπρωμαι

κάπρῃ

κάπρηται

쌍수 κάπρησθον

κάπρησθον

복수 καπρώμεθα

κάπρησθε

κάπρωνται

기원법단수 καπρῷμην

κάπρῳο

κάπρῳτο

쌍수 κάπρῳσθον

καπρῷσθην

복수 καπρῷμεθα

κάπρῳσθε

κάπρῳντο

명령법단수 κάπρω

καπρᾶσθω

쌍수 κάπρᾱσθον

καπρᾶσθων

복수 κάπρᾱσθε

καπρᾶσθων, καπρᾶσθωσαν

부정사 κάπρᾱσθαι

분사 남성여성중성
καπρωμενος

καπρωμενου

καπρωμενη

καπρωμενης

καπρωμενον

καπρωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION