- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱκετευτέος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: hiketeuteos 고전 발음: [히께떼떼오] 신약 발음: [이깨떼때오]

기본형: ἱκετευτέος ἱκετευτέα ἱκετευτέον

형태분석: ἱκετευτε (어간) + ος (어미)

  1. to be besought or entreated

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἱκετευτέος

(이)가

ἱκετευτέα

(이)가

ἱκετευτέον

(것)가

속격 ἱκετευτέου

(이)의

ἱκετευτέας

(이)의

ἱκετευτέου

(것)의

여격 ἱκετευτέῳ

(이)에게

ἱκετευτέᾳ

(이)에게

ἱκετευτέῳ

(것)에게

대격 ἱκετευτέον

(이)를

ἱκετευτέαν

(이)를

ἱκετευτέον

(것)를

호격 ἱκετευτέε

(이)야

ἱκετευτέα

(이)야

ἱκετευτέον

(것)야

쌍수주/대/호 ἱκετευτέω

(이)들이

ἱκετευτέα

(이)들이

ἱκετευτέω

(것)들이

속/여 ἱκετευτέοιν

(이)들의

ἱκετευτέαιν

(이)들의

ἱκετευτέοιν

(것)들의

복수주격 ἱκετευτέοι

(이)들이

ἱκετευτέαι

(이)들이

ἱκετευτέα

(것)들이

속격 ἱκετευτέων

(이)들의

ἱκετευτεῶν

(이)들의

ἱκετευτέων

(것)들의

여격 ἱκετευτέοις

(이)들에게

ἱκετευτέαις

(이)들에게

ἱκετευτέοις

(것)들에게

대격 ἱκετευτέους

(이)들을

ἱκετευτέας

(이)들을

ἱκετευτέα

(것)들을

호격 ἱκετευτέοι

(이)들아

ἱκετευτέαι

(이)들아

ἱκετευτέα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἵνα δ οὖν λάβῃς, κολακευτέος μὲν αὐτὸς καὶ ἱκετευτέος, θεραπευτέος δὲ καὶ ὁ οἰκονόμος, οὗτος μὲν κατ ἄλλον θεραπείας τρόπον οὐκ ἀμελητέος δὲ οὐδὲ ὁ σύμβουλος καὶ φίλος. (Lucian, De mercede, (no name) 38:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 38:2)

  • ἐμοὶ μὲν δοκεῖ νὴ τὴν Ἥραν ἐλευθέρῳ μὲν ἀνδρὶ εὐκτὸν εἶναι μὴ τυχεῖν δούλου τοιούτου, δουλεύοντα δὲ ταῖς τοιαύταις ἡδοναῖς ἱκετευτέον τοὺς θεοὺς δεσποτῶν ἀγαθῶν τυχεῖν: (Xenophon, Memorabilia, , chapter 5 6:3)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 5 6:3)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION