- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱροεργίη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: hiroergiē 고전 발음: [히로에기에:] 신약 발음: [이로애기에]

기본형: ἱροεργίη

형태분석: ἱροεργι (어간) + α (어미)

어원: from ἱερουργός

  1. 제물, 희생, 예배, 우상
  1. religious service, worship, sacrifice

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἱροεργίη

제물이

ἱροεργία

제물들이

ἱροεργίαι

제물들이

속격 ἱροεργίας

제물의

ἱροεργίαιν

제물들의

ἱροεργιῶν

제물들의

여격 ἱροεργίᾳ

제물에게

ἱροεργίαιν

제물들에게

ἱροεργίαις

제물들에게

대격 ἱροεργίαν

제물을

ἱροεργία

제물들을

ἱροεργίας

제물들을

호격 ἱροεργία

제물아

ἱροεργία

제물들아

ἱροεργίαι

제물들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦσαν δὲ καὶ τοῖσι Ἐπιδαυρίοισι αἱ αὐταὶ ἱροεργίαι: (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 83 4:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 5, chapter 83 4:3)

  • ἱερουργία μελλόντων ἢ γιγνομένων ἢ γεγονότων προσήκουσά ἐστιν τελεῖσθαι, τοὺς ἐξηγητὰς ἐρωτῶντα χρὴ καὶ πειθόμενον ἐκείνοις ἕκαστον ἡγεῖσθαι πάντα ἑαυτῷ μετρίως γίγνεσθαι. (Plato, Laws, book 6 168:1)

    (플라톤, Laws, book 6 168:1)

  • δημάρχους δὲ ᾑρεῖτο Οὐατίνιόν τε καὶ Κλώδιον τὸν Καλὸν ἐπίκλην, ὅν τινα αἰσχρὰν ἐν ἱερουργίᾳ γυναικῶν ποτε λαβόντα ὑπόνοιαν ἐπὶ Ιοὐλίᾳ τῇ Καίσαρος αὐτοῦ γυναικὶ ὁ μὲν Καῖσαρ οὐκ ἔκρινεν, ὑπεραρέσκοντα τῷ δήμῳ, καίπερ ἀποπεμψάμενος τῆν γυναῖκα, ἕτεροι δὲ διὰ τὴν ἱερουργίαν ἐς ἀσέβειαν ἐδίωκον, καὶ συνηγόρευε τοῖς διώκουσι Κικέρων. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 2 7:4)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 2 7:4)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION