Ancient Greek-English Dictionary Language

ἡνιοστροφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἡνιοστροφέω

Structure: ἡνιοστροφέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from h(niostro/fos

Sense

  1. to guide by reins

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἡνιοστρόφω ἡνιοστρόφεις ἡνιοστρόφει
Dual ἡνιοστρόφειτον ἡνιοστρόφειτον
Plural ἡνιοστρόφουμεν ἡνιοστρόφειτε ἡνιοστρόφουσιν*
SubjunctiveSingular ἡνιοστρόφω ἡνιοστρόφῃς ἡνιοστρόφῃ
Dual ἡνιοστρόφητον ἡνιοστρόφητον
Plural ἡνιοστρόφωμεν ἡνιοστρόφητε ἡνιοστρόφωσιν*
OptativeSingular ἡνιοστρόφοιμι ἡνιοστρόφοις ἡνιοστρόφοι
Dual ἡνιοστρόφοιτον ἡνιοστροφοίτην
Plural ἡνιοστρόφοιμεν ἡνιοστρόφοιτε ἡνιοστρόφοιεν
ImperativeSingular ἡνιοστρο͂φει ἡνιοστροφεῖτω
Dual ἡνιοστρόφειτον ἡνιοστροφεῖτων
Plural ἡνιοστρόφειτε ἡνιοστροφοῦντων, ἡνιοστροφεῖτωσαν
Infinitive ἡνιοστρόφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἡνιοστροφων ἡνιοστροφουντος ἡνιοστροφουσα ἡνιοστροφουσης ἡνιοστροφουν ἡνιοστροφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἡνιοστρόφουμαι ἡνιοστρόφει, ἡνιοστρόφῃ ἡνιοστρόφειται
Dual ἡνιοστρόφεισθον ἡνιοστρόφεισθον
Plural ἡνιοστροφοῦμεθα ἡνιοστρόφεισθε ἡνιοστρόφουνται
SubjunctiveSingular ἡνιοστρόφωμαι ἡνιοστρόφῃ ἡνιοστρόφηται
Dual ἡνιοστρόφησθον ἡνιοστρόφησθον
Plural ἡνιοστροφώμεθα ἡνιοστρόφησθε ἡνιοστρόφωνται
OptativeSingular ἡνιοστροφοίμην ἡνιοστρόφοιο ἡνιοστρόφοιτο
Dual ἡνιοστρόφοισθον ἡνιοστροφοίσθην
Plural ἡνιοστροφοίμεθα ἡνιοστρόφοισθε ἡνιοστρόφοιντο
ImperativeSingular ἡνιοστρόφου ἡνιοστροφεῖσθω
Dual ἡνιοστρόφεισθον ἡνιοστροφεῖσθων
Plural ἡνιοστρόφεισθε ἡνιοστροφεῖσθων, ἡνιοστροφεῖσθωσαν
Infinitive ἡνιοστρόφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἡνιοστροφουμενος ἡνιοστροφουμενου ἡνιοστροφουμενη ἡνιοστροφουμενης ἡνιοστροφουμενον ἡνιοστροφουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὗτοσ δ’, ὦ γεραιέ, τίσ κυρεῖ, ὃσ ἁρ́μα λευκὸν ἡνιοστροφεῖ βεβώσ; (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:15)

Synonyms

  1. to guide by reins

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION