- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γύψ?

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: gyps 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γύψ

  1. 독수리, 수리
  1. a vulture

예문

  • ἐπὶ δὲ σῷ προστάγματι ὑψοῦται ἀετός, γὺψ δὲ ἐπὶ νοσσιᾶς αὐτοῦ καθεσθεὶς αὐλίζεται (Septuagint, Liber Iob 39:27)

    (70인역 성경, 욥기 39:27)

  • ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἐτεθήπεσαν καὶ προσεκύνουν ὑποφρίττοντες καὶ ἀνέκρινόν με πότερον πρὸς ἑώ ἢ πρὸς δυσμὰς ἐνεχθείη ὁ γύψ: (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 19:6)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 19:6)

  • νῦν δὲ θᾶττον ἂν γὺψ ἀηδόνα μιμήσαιτο ἢ οὗτοι φιλοσόφους. (Lucian, Piscator, (no name) 37:10)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 37:10)

  • ἀλλ ἐπέμψαμεν τρισμυρίους ἱέρακας ἱπποτοξότας, χωρεῖ δὲ πᾶς τις ὄνυχας ἠγκυλωμένος, κερχνῂς τριόρχης γὺψ κύμινδις αἰετός: (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene 1:26)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene 1:26)

  • ἔτι τἆλλα μὲν ἐν ὀφθαλμοῖς ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀναστρέφεται καὶ παρέχει διὰ παντὸς αἴσθησιν ἑαυτῶν, ὁ δὲ γὺψ σπάνιόν ἐστι θέαμα, καὶ νεοσσοῖς γυπὸς οὐ ῥᾳδίως ἴσμεν ἐντετυχηκότες, ἀλλὰ καὶ παρέσχεν ἐνίοις ἄτοπον ὑπόνοιαν, ἔξωθεν αὐτοὺς ἀφ ἑτέρας τινὸς γῆς καταίρειν ἐνταῦθα, τὸ σπάνιον καὶ μὴ συνεχές, οἱο῀ν οἱ μάντεις ἀξιοῦσιν εἶναι τὸ μὴ κατὰ φύσιν μηδ ἀφ αὑτοῦ, πομπῇ δὲ θείᾳ φαινόμενον. (Plutarch, chapter 9 7:1)

    (플루타르코스, chapter 9 7:1)

유의어

  1. 독수리

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION