헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γρυλίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γρυλίζω

형태분석: γρυλίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from gru=los

  1. 꿀꿀거리다, 돼지처럼 울다
  1. to grunt

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γρυλίζω

(나는) 꿀꿀거린다

γρυλίζεις

(너는) 꿀꿀거린다

γρυλίζει

(그는) 꿀꿀거린다

쌍수 γρυλίζετον

(너희 둘은) 꿀꿀거린다

γρυλίζετον

(그 둘은) 꿀꿀거린다

복수 γρυλίζομεν

(우리는) 꿀꿀거린다

γρυλίζετε

(너희는) 꿀꿀거린다

γρυλίζουσιν*

(그들은) 꿀꿀거린다

접속법단수 γρυλίζω

(나는) 꿀꿀거리자

γρυλίζῃς

(너는) 꿀꿀거리자

γρυλίζῃ

(그는) 꿀꿀거리자

쌍수 γρυλίζητον

(너희 둘은) 꿀꿀거리자

γρυλίζητον

(그 둘은) 꿀꿀거리자

복수 γρυλίζωμεν

(우리는) 꿀꿀거리자

γρυλίζητε

(너희는) 꿀꿀거리자

γρυλίζωσιν*

(그들은) 꿀꿀거리자

기원법단수 γρυλίζοιμι

(나는) 꿀꿀거리기를 (바라다)

γρυλίζοις

(너는) 꿀꿀거리기를 (바라다)

γρυλίζοι

(그는) 꿀꿀거리기를 (바라다)

쌍수 γρυλίζοιτον

(너희 둘은) 꿀꿀거리기를 (바라다)

γρυλιζοίτην

(그 둘은) 꿀꿀거리기를 (바라다)

복수 γρυλίζοιμεν

(우리는) 꿀꿀거리기를 (바라다)

γρυλίζοιτε

(너희는) 꿀꿀거리기를 (바라다)

γρυλίζοιεν

(그들은) 꿀꿀거리기를 (바라다)

명령법단수 γρύλιζε

(너는) 꿀꿀거려라

γρυλιζέτω

(그는) 꿀꿀거려라

쌍수 γρυλίζετον

(너희 둘은) 꿀꿀거려라

γρυλιζέτων

(그 둘은) 꿀꿀거려라

복수 γρυλίζετε

(너희는) 꿀꿀거려라

γρυλιζόντων, γρυλιζέτωσαν

(그들은) 꿀꿀거려라

부정사 γρυλίζειν

꿀꿀거리는 것

분사 남성여성중성
γρυλιζων

γρυλιζοντος

γρυλιζουσα

γρυλιζουσης

γρυλιζον

γρυλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γρυλίζομαι

γρυλίζει, γρυλίζῃ

γρυλίζεται

쌍수 γρυλίζεσθον

γρυλίζεσθον

복수 γρυλιζόμεθα

γρυλίζεσθε

γρυλίζονται

접속법단수 γρυλίζωμαι

γρυλίζῃ

γρυλίζηται

쌍수 γρυλίζησθον

γρυλίζησθον

복수 γρυλιζώμεθα

γρυλίζησθε

γρυλίζωνται

기원법단수 γρυλιζοίμην

γρυλίζοιο

γρυλίζοιτο

쌍수 γρυλίζοισθον

γρυλιζοίσθην

복수 γρυλιζοίμεθα

γρυλίζοισθε

γρυλίζοιντο

명령법단수 γρυλίζου

γρυλιζέσθω

쌍수 γρυλίζεσθον

γρυλιζέσθων

복수 γρυλίζεσθε

γρυλιζέσθων, γρυλιζέσθωσαν

부정사 γρυλίζεσθαι

분사 남성여성중성
γρυλιζομενος

γρυλιζομενου

γρυλιζομενη

γρυλιζομενης

γρυλιζομενον

γρυλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγρύλιζον

(나는) 꿀꿀거리고 있었다

ἐγρύλιζες

(너는) 꿀꿀거리고 있었다

ἐγρύλιζεν*

(그는) 꿀꿀거리고 있었다

쌍수 ἐγρυλίζετον

(너희 둘은) 꿀꿀거리고 있었다

ἐγρυλιζέτην

(그 둘은) 꿀꿀거리고 있었다

복수 ἐγρυλίζομεν

(우리는) 꿀꿀거리고 있었다

ἐγρυλίζετε

(너희는) 꿀꿀거리고 있었다

ἐγρύλιζον

(그들은) 꿀꿀거리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγρυλιζόμην

ἐγρυλίζου

ἐγρυλίζετο

쌍수 ἐγρυλίζεσθον

ἐγρυλιζέσθην

복수 ἐγρυλιζόμεθα

ἐγρυλίζεσθε

ἐγρυλίζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION