Ancient Greek-English Dictionary Language

φυσιογνωμονέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φυσιογνωμονέω

Structure: φυσιογνωμονέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from fusiognw/mwn

Sense

  1. to study features, judge, character by his features

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φυσιογνωμονῶ φυσιογνωμονεῖς φυσιογνωμονεῖ
Dual φυσιογνωμονεῖτον φυσιογνωμονεῖτον
Plural φυσιογνωμονοῦμεν φυσιογνωμονεῖτε φυσιογνωμονοῦσιν*
SubjunctiveSingular φυσιογνωμονῶ φυσιογνωμονῇς φυσιογνωμονῇ
Dual φυσιογνωμονῆτον φυσιογνωμονῆτον
Plural φυσιογνωμονῶμεν φυσιογνωμονῆτε φυσιογνωμονῶσιν*
OptativeSingular φυσιογνωμονοῖμι φυσιογνωμονοῖς φυσιογνωμονοῖ
Dual φυσιογνωμονοῖτον φυσιογνωμονοίτην
Plural φυσιογνωμονοῖμεν φυσιογνωμονοῖτε φυσιογνωμονοῖεν
ImperativeSingular φυσιογνωμόνει φυσιογνωμονείτω
Dual φυσιογνωμονεῖτον φυσιογνωμονείτων
Plural φυσιογνωμονεῖτε φυσιογνωμονούντων, φυσιογνωμονείτωσαν
Infinitive φυσιογνωμονεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
φυσιογνωμονων φυσιογνωμονουντος φυσιογνωμονουσα φυσιογνωμονουσης φυσιογνωμονουν φυσιογνωμονουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φυσιογνωμονοῦμαι φυσιογνωμονεῖ, φυσιογνωμονῇ φυσιογνωμονεῖται
Dual φυσιογνωμονεῖσθον φυσιογνωμονεῖσθον
Plural φυσιογνωμονούμεθα φυσιογνωμονεῖσθε φυσιογνωμονοῦνται
SubjunctiveSingular φυσιογνωμονῶμαι φυσιογνωμονῇ φυσιογνωμονῆται
Dual φυσιογνωμονῆσθον φυσιογνωμονῆσθον
Plural φυσιογνωμονώμεθα φυσιογνωμονῆσθε φυσιογνωμονῶνται
OptativeSingular φυσιογνωμονοίμην φυσιογνωμονοῖο φυσιογνωμονοῖτο
Dual φυσιογνωμονοῖσθον φυσιογνωμονοίσθην
Plural φυσιογνωμονοίμεθα φυσιογνωμονοῖσθε φυσιογνωμονοῖντο
ImperativeSingular φυσιογνωμονοῦ φυσιογνωμονείσθω
Dual φυσιογνωμονεῖσθον φυσιογνωμονείσθων
Plural φυσιογνωμονεῖσθε φυσιογνωμονείσθων, φυσιογνωμονείσθωσαν
Infinitive φυσιογνωμονεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
φυσιογνωμονουμενος φυσιογνωμονουμενου φυσιογνωμονουμενη φυσιογνωμονουμενης φυσιογνωμονουμενον φυσιογνωμονουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION