Ancient Greek-English Dictionary Language

φύλλινος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φύλλινος φύλλινη φύλλινον

Structure: φυλλιν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fu/llon

Sense

  1. of or from leaves, made of leaves

Examples

  • δεῖ δή σοι ἀντὶ τῶν τοσούτων πόνων μέγιστα ἡλίκα γενέσθαι τἀγαθά, ἵνα μὴ φύλλινοσ μόνον ὁ στέφανοσ ᾖ, καὶ τόν τε μισθὸν οὐκ εὐκαταφρόνητον ὁρισθῆναι καὶ τοῦτον ἐν καιρῷ τῆσ χρείασ ἀπραγμόνωσ ἀποδίδοσθαι καὶ τὴν ἄλλην τιμὴν ὑπὲρ τοὺσ πολλοὺσ ὑπάρχειν, πόνων δὲ ἐκείνων καὶ πηλοῦ καὶ δρόμων καὶ ἀγρυπνιῶν ἀναπεπαῦσθαι, καὶ τοῦτο δὴ τὸ τῆσ εὐχῆσ, ἀποτείναντα τὼ πόδε καθεύδειν, μόνα ἐκεῖνα πράττοντα ὧν ἕνεκα τὴν ἀρχὴν παρελήφθησ καὶ ὧν ἔμμισθοσ εἶ. (Lucian, De mercede, (no name) 13:2)

Synonyms

  1. of or from leaves

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION