Ancient Greek-English Dictionary Language

φυγγάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: φυγγάνω

Structure: φυγγάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: collat. form of feu/gw, Aesch., Soph.

Sense

  1. feu/gw

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φυγγάνω φυγγάνεις φυγγάνει
Dual φυγγάνετον φυγγάνετον
Plural φυγγάνομεν φυγγάνετε φυγγάνουσιν*
SubjunctiveSingular φυγγάνω φυγγάνῃς φυγγάνῃ
Dual φυγγάνητον φυγγάνητον
Plural φυγγάνωμεν φυγγάνητε φυγγάνωσιν*
OptativeSingular φυγγάνοιμι φυγγάνοις φυγγάνοι
Dual φυγγάνοιτον φυγγανοίτην
Plural φυγγάνοιμεν φυγγάνοιτε φυγγάνοιεν
ImperativeSingular φύγγανε φυγγανέτω
Dual φυγγάνετον φυγγανέτων
Plural φυγγάνετε φυγγανόντων, φυγγανέτωσαν
Infinitive φυγγάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
φυγγανων φυγγανοντος φυγγανουσα φυγγανουσης φυγγανον φυγγανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φυγγάνομαι φυγγάνει, φυγγάνῃ φυγγάνεται
Dual φυγγάνεσθον φυγγάνεσθον
Plural φυγγανόμεθα φυγγάνεσθε φυγγάνονται
SubjunctiveSingular φυγγάνωμαι φυγγάνῃ φυγγάνηται
Dual φυγγάνησθον φυγγάνησθον
Plural φυγγανώμεθα φυγγάνησθε φυγγάνωνται
OptativeSingular φυγγανοίμην φυγγάνοιο φυγγάνοιτο
Dual φυγγάνοισθον φυγγανοίσθην
Plural φυγγανοίμεθα φυγγάνοισθε φυγγάνοιντο
ImperativeSingular φυγγάνου φυγγανέσθω
Dual φυγγάνεσθον φυγγανέσθων
Plural φυγγάνεσθε φυγγανέσθων, φυγγανέσθωσαν
Infinitive φυγγάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
φυγγανομενος φυγγανομενου φυγγανομενη φυγγανομενης φυγγανομενον φυγγανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION