Ancient Greek-English Dictionary Language

φραστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φραστικός

Structure: φραστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. indicative, expressive
  2. eloquent

Examples

  • ἡ δὲ φραστικὴ αὕτη καὶ καλλωπιστικὴ τῶν ὀνομάτων, εἴ τισ ἄρα ἰδία δύναμισ, τί ἄλλο ποιεῖ ἤ, ὅταν ἐμπέσῃ λόγοσ περί τινοσ, καλλωπίζει τὰ ὀνομάτια καὶ συντίθησιν ὥσπερ οἱ κομμωταὶ τὴν κόμην; (Epictetus, Works, book 2, 14:2)

Synonyms

  1. eloquent

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION