Ancient Greek-English Dictionary Language

φλυαρώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φλυαρώδης φλυαρώδες

Structure: φλυαρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. fooling

Examples

  • "οὕτω τοίνυν, ὅταν οἱ φιλόσοφοι παρὰ πότον εἰσ λεπτὰ καὶ διαλεκτικὰ προβλήματα καταδύντεσ ἐνοχλῶσι τοῖσ πολλοῖσ ἕπεσθαι μὴ δυναμένοισ, ἐκεῖνοι δὲ πάλιν ἐπ’ ᾠδάσ τινασ καὶ διηγήματα φλυαρώδη καὶ λόγουσ βαναύσουσ καὶ ἀγοραίουσ ἐμβάλλωσιν ἑαυτούσ, οἴχεται τῆσ συμποτικῆσ κοινωνίασ τὸ τέλοσ καὶ καθύβρισται ὁ Διόνυσοσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 12:9)

Synonyms

  1. fooling

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION