Ancient Greek-English Dictionary Language

φλυαρώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φλυαρώδης φλυαρώδες

Structure: φλυαρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. fooling

Examples

  • ἂν γάρ, ὥσπερ ὁ Σιμωνίδησ ἔλεγε τὰσ κιβωτοὺσ ἀνοίγων διὰ χρόνου τὴν μὲν τῶν μισθῶν ἀεὶ μεστὴν τὴν δὲ τῶν χαρίτων εὑρίσκειν κενήν, οὕτωσ τισ τῆσ πολυπραγμοσύνησ τὴν ἀποθήκην ἀνοίγῃ διὰ χρόνου καὶ κατασκέπτηται πολλῶν ἀχρήστων καὶ ματαίων καὶ ἀτερπῶν γέμουσαν, ἴσωσ ἂν αὐτῷ τὸ πρᾶγμα προσταίη, φανὲν ἀηδὲσ παντάπασι καὶ φλυαρῶδεσ. (Plutarch, De curiositate, section 10 1:1)
  • ἄν τισ τῆσ πολυπραγμοσύνησ τὴν ἀποθήκην ἀνοίγῃ διὰ χρόνου καὶ κατασκέπτηται πολλῶν ἀχρήστων καὶ ματαίων καὶ ἀτερπῶν γέμουσαν, ἴσωσ ἂν αὐτῷ τὸ πρᾶγμα προσσταίη, φανὲν ἀηδὲσ παντάπασι καὶ φλυαρῶδεσ. (Plutarch, De curiositate, section 10 2:1)

Synonyms

  1. fooling

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION