Ancient Greek-English Dictionary Language

φλυαρώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: φλυαρώδης φλυαρώδες

Structure: φλυαρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. fooling

Examples

  • ἐν μέσῳ δὲ τούτων τὰσ ἐκκλησίασ ἦγον, οὔτε παστάδων οὐσῶν οὔτε ἄλλησ τινὸσ κατασκευῆσ, οὐθὲν γάρ ᾤετο ταῦτα πρὸσ εὐβουλίαν εἶναι, μᾶλλον δὲ βλάπτειν, φλυαρώδεισ ἀπεργαζόμενα καὶ χαύνουσ φρονήματι κενῷ τὰσ διανοίασ τῶν συμπορευομένων, ὅταν εἰσ ἀγάλματα καὶ γραφὰσ ἢ προσκήνια θεάτρων ἢ στέγασ βουλευτηρίων ἠσκημένασ περιττῶσ ἐκκλησιάζοντεσ ἀποβλέπωσι. (Plutarch, Lycurgus, chapter 6 3:1)

Synonyms

  1. fooling

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION