- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλοσκώμμων?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: philoskōmmōn 고전 발음: [필로꼼:몬:] 신약 발음: [필로꼼몬]

기본형: φιλοσκώμμων φιλοσκώμμον

형태분석: φιλοσκωμμων (어간)

  1. fond of scoffing or jesting

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 φιλοσκώμμων

(이)가

φιλόσκωμμον

(것)가

속격 φιλοσκώμμονος

(이)의

φιλοσκώμμονος

(것)의

여격 φιλοσκώμμονι

(이)에게

φιλοσκώμμονι

(것)에게

대격 φιλοσκώμμονα

(이)를

φιλόσκωμμον

(것)를

호격 φιλοσκῶμμον

(이)야

φιλόσκωμμον

(것)야

쌍수주/대/호 φιλοσκώμμονε

(이)들이

φιλοσκώμμονε

(것)들이

속/여 φιλοσκωμμόνοιν

(이)들의

φιλοσκωμμόνοιν

(것)들의

복수주격 φιλοσκώμμονες

(이)들이

φιλοσκώμμονα

(것)들이

속격 φιλοσκωμμόνων

(이)들의

φιλοσκωμμόνων

(것)들의

여격 φιλοσκώμμοσι(ν)

(이)들에게

φιλοσκώμμοσι(ν)

(것)들에게

대격 φιλοσκώμμονας

(이)들을

φιλοσκώμμονα

(것)들을

호격 φιλοσκώμμονες

(이)들아

φιλοσκώμμονα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀεὶ φιλοσκώμμων σύ γε. (Lucian, Timon, (no name) 45:4)

    (루키아노스, Timon, (no name) 45:4)

  • "ὅτε ἰδιώτης, φησίν, ἦν, φιλοπότης ὑπῆρχε καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 78 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 78 1:1)

  • τοῖς δὲ τοιούτοις τῶν τεκμηρίων οὐκ ἄτοπόν ἐστι χρῆσθαι περὶ ἀνδρός, ὃν οὕτω φιλοσκώμμονα φύσει γεγονέναι λέγουσιν, ὥστε νέον μὲν ὄντα καὶ ἄδοξον ἔτι μετὰ μίμων καὶ γελωτοποιῶν διαιτᾶσθαι καὶ συνακολασταίνειν, ἐπεὶ δὲ κύριος ἁπάντων κατέστη, συναγαγόντα τῶν ἀπὸ σκηνῆς καὶ θεάτρου τοὺς ἰταμωτάτους ὁσημέραι πίνειν καὶ διαπληκτίζεσθαι τοῖς σκώμμασι, τοῦ τε γήρως ἀωρότερα πράττειν δοκοῦντα καὶ πρὸς τῷ καταισχύνειν τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχῆς πολλὰ τῶν δεομένων ἐπιμελείας προϊέμενον. (Plutarch, Sulla, chapter 2 2:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 2 2:1)

  • Φιλωνίδης δέ τις, ἀνὴρ γελοῖος καὶ φιλοσκώμμων, Ποστουμίῳ τῷ τῆς πρεσβείας ἡγουμένῳ προσελθὼν ἀπεστράφη τε, καὶ ἐπικύψας τὴν ἐσθῆτα ἀνεσύρατο τὴν ἑαυτοῦ, καὶ τοῦ πρεσβευτοῦ κατησχημόνησεν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 13:4)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 13:4)

  • λέγεται δὲ ὁ Ἄμασις, καὶ ὅτε ἦν ἰδιώτης, ὡς φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐδαμῶς κατεσπουδασμένος ἀνήρ: (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 174 2:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 174 2:1)

유의어

  1. fond of scoffing or jesting

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION