Ancient Greek-English Dictionary Language

φαρμακώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φαρμακώδης φαρμακώδες

Structure: φαρμακωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. of the nature of a fa/rmakon, medicinal
  2. poisonous

Examples

  • διὸ καὶ Κελτοὶ πολεμοῦντεσ αὐτοῖσ καὶ εἰδότεσ αὐτῶν τὴν ἀκρασίαν παρήγγειλαν ἅπασι τοῖσ στρατιώταισ δεῖπνον ὡσ λαμπρότατον παρασκευάσαντασ κατὰ σκηνὴν ἐμβαλεῖν εἰσ τὰ σιτία πόαν τινὰ φαρμακώδη δυναμένην διακόπτειν τὰσ κοιλίασ καὶ διακαθαίρειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 60 2:8)
  • "κάλλιστοσ μὲν ἦν ὧν εἶδον ἀνθρώπων ὀφθῆναι νόσου τε πάσησ ἀπαθὴσ διετέλει, Β καρπόν τινα πόασ φαρμακώδη καὶ πικρὸν ἑκάστου μηνὸσ ἅπαξ προσφερόμενοσ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 216)
  • μάλιστα δ’ εἰκάζετο κρᾶσιν ἐκστατικὴν καὶ φαρμακώδη λαβὼν ὁ ἀὴρ τροπὴν αὐταῖσ καὶ παραφορὰν τῆσ διανοίασ ἐνεργάσασθαι. (Plutarch, Mulierum virtutes, 2)
  • μάλιστα δ’ εἰκάζετο κρᾶσιν ἐκστατικὴν καὶ φαρμακώδη λαβὼν ὁ ἀὴρ τροπὴν αὐταῖσ καὶ παραφορὰν τῆσ διανοίασ ἐνεργάσασθαι. (Plutarch, Mulierum virtutes, chapter 11, 1:2)

Synonyms

  1. poisonous

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION