Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐωριάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: εὐωριάζω

Structure: εὐωριάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from eu)/wros

Sense

  1. to be negligent

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular εὐωριάζω εὐωριάζεις εὐωριάζει
Dual εὐωριάζετον εὐωριάζετον
Plural εὐωριάζομεν εὐωριάζετε εὐωριάζουσιν*
SubjunctiveSingular εὐωριάζω εὐωριάζῃς εὐωριάζῃ
Dual εὐωριάζητον εὐωριάζητον
Plural εὐωριάζωμεν εὐωριάζητε εὐωριάζωσιν*
OptativeSingular εὐωριάζοιμι εὐωριάζοις εὐωριάζοι
Dual εὐωριάζοιτον εὐωριαζοίτην
Plural εὐωριάζοιμεν εὐωριάζοιτε εὐωριάζοιεν
ImperativeSingular εὐωρίαζε εὐωριαζέτω
Dual εὐωριάζετον εὐωριαζέτων
Plural εὐωριάζετε εὐωριαζόντων, εὐωριαζέτωσαν
Infinitive εὐωριάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
εὐωριαζων εὐωριαζοντος εὐωριαζουσα εὐωριαζουσης εὐωριαζον εὐωριαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular εὐωριάζομαι εὐωριάζει, εὐωριάζῃ εὐωριάζεται
Dual εὐωριάζεσθον εὐωριάζεσθον
Plural εὐωριαζόμεθα εὐωριάζεσθε εὐωριάζονται
SubjunctiveSingular εὐωριάζωμαι εὐωριάζῃ εὐωριάζηται
Dual εὐωριάζησθον εὐωριάζησθον
Plural εὐωριαζώμεθα εὐωριάζησθε εὐωριάζωνται
OptativeSingular εὐωριαζοίμην εὐωριάζοιο εὐωριάζοιτο
Dual εὐωριάζοισθον εὐωριαζοίσθην
Plural εὐωριαζοίμεθα εὐωριάζοισθε εὐωριάζοιντο
ImperativeSingular εὐωριάζου εὐωριαζέσθω
Dual εὐωριάζεσθον εὐωριαζέσθων
Plural εὐωριάζεσθε εὐωριαζέσθων, εὐωριαζέσθωσαν
Infinitive εὐωριάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
εὐωριαζομενος εὐωριαζομενου εὐωριαζομενη εὐωριαζομενης εὐωριαζομενον εὐωριαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION