헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐκινησίᾱ

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐκινησίᾱ εὐκινησίας

형태분석: εὐκινησι (어간) + ᾱ (어미)

  1. ease of motion, mobility, agility

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὕτω δὲ ὀξέωσ ὑπὸ τὴν χεῖρα προσῆγεν αὐτῷ τὰ συστήματα ἡ τῆσ βάσεωσ εὐκινησία τῷ ποδὶ ψαυαμένη καὶ τὴν χειροθεσίαν ἐπὶ τοσοῦτον εἰθίσθη κατοξύνειν ὥστ’, εἴ τισ μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον, ἀλλὰ διὰ τῆσ ἀκοῆσ μόνον κρίνοι, νομίζειν γ’ κιθαρῶν ἀκούειν διαφόρωσ ἡρμοσμένων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:25)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 39 1:25)

  • ἥκοντοσ δὲ τοῦ καιροῦ, παρεσκευακὼσ ἔκ τε τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν τοὺσ διαφέροντασ εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ, περὶ μυρίουσ ὄντασ τὸν ἀριθμόν, παρήγγειλε τεττάρων ἡμερῶν ἔχειν ἐφόδια. (Polybius, Histories, book 8, chapter 26 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 26 3:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION