- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐρημοσύνη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: erēmosynē 고전 발음: [에레:모쉬네:] 신약 발음: [애레모쉬네]

기본형: ἐρημοσύνη

형태분석: ἐρημοσυν (어간) + η (어미)

  1. 고독, 외로움
  1. solitude

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐρημοσύνη

고독이

ἐρημοσύνα

고독들이

ἐρημοσύναι

고독들이

속격 ἐρημοσύνης

고독의

ἐρημοσύναιν

고독들의

ἐρημοσυνῶν

고독들의

여격 ἐρημοσύνῃ

고독에게

ἐρημοσύναιν

고독들에게

ἐρημοσύναις

고독들에게

대격 ἐρημοσύνην

고독을

ἐρημοσύνα

고독들을

ἐρημοσύνας

고독들을

호격 ἐρημοσύνη

고독아

ἐρημοσύνα

고독들아

ἐρημοσύναι

고독들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ πάρος ἐν δρυμοῖσι νόθης ζείδωρος ὀπώρης ἀχράς, θηροβότου πρέμνον ἐρημοσύνης, ὀθνείοις ὄζοισι μετέμφυτος, ἥμερα θάλλω, οὐκ ἐμὸν ἡμετέροις κλωσὶ φέρουσα βάρος. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 41)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 41)

  • εἰς τὸ αὐτό εἶξον ἐμοί Δάφνης ἱερὸν κλέτας, ἔκτοθι πόντου κείμενον, ἀγραύλου ἀγραύλου ἐρημοσύνης. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6651)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 6651)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION