Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιλιπής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐπιλιπής ἐπιλιπές

Structure: ἐπιλιπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)pilei/pw II

Sense

Examples

  • καὶ τοῦ Σύλλα πρὸσ τὰσ ἐπιλιπεῖσ πράξεισ ὁρμήσαντοσ εἰσ τὸ στρατόπεδον, αὐτὸσ οἰκουρῶν ἐτεκταίνετο τὴν ὀλεθριωτάτην ἐκείνην καὶ ὅσα σύμπαντεσ οἱ πόλεμοι τὴν Ῥώμην οὐκ ἔβλαψαν ἀπεργασαμένην στάσιν, ὡσ καὶ τὸ δαιμόνιον αὐτοῖσ προεσήμηνε. (Plutarch, Sulla, chapter 7 2:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION