Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπακτόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐμπακτόω ἐμπακτώσω

Structure: ἐμπακτό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to close by stuffing in or caulking

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπάκτω ἐμπάκτοις ἐμπάκτοι
Dual ἐμπάκτουτον ἐμπάκτουτον
Plural ἐμπάκτουμεν ἐμπάκτουτε ἐμπάκτουσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπάκτω ἐμπάκτοις ἐμπάκτοι
Dual ἐμπάκτωτον ἐμπάκτωτον
Plural ἐμπάκτωμεν ἐμπάκτωτε ἐμπάκτωσιν*
OptativeSingular ἐμπάκτοιμι ἐμπάκτοις ἐμπάκτοι
Dual ἐμπάκτοιτον ἐμπακτοίτην
Plural ἐμπάκτοιμεν ἐμπάκτοιτε ἐμπάκτοιεν
ImperativeSingular ἐμπᾶκτου ἐμπακτοῦτω
Dual ἐμπάκτουτον ἐμπακτοῦτων
Plural ἐμπάκτουτε ἐμπακτοῦντων, ἐμπακτοῦτωσαν
Infinitive ἐμπάκτουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπακτων ἐμπακτουντος ἐμπακτουσα ἐμπακτουσης ἐμπακτουν ἐμπακτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπάκτουμαι ἐμπάκτοι ἐμπάκτουται
Dual ἐμπάκτουσθον ἐμπάκτουσθον
Plural ἐμπακτοῦμεθα ἐμπάκτουσθε ἐμπάκτουνται
SubjunctiveSingular ἐμπάκτωμαι ἐμπάκτοι ἐμπάκτωται
Dual ἐμπάκτωσθον ἐμπάκτωσθον
Plural ἐμπακτώμεθα ἐμπάκτωσθε ἐμπάκτωνται
OptativeSingular ἐμπακτοίμην ἐμπάκτοιο ἐμπάκτοιτο
Dual ἐμπάκτοισθον ἐμπακτοίσθην
Plural ἐμπακτοίμεθα ἐμπάκτοισθε ἐμπάκτοιντο
ImperativeSingular ἐμπάκτου ἐμπακτοῦσθω
Dual ἐμπάκτουσθον ἐμπακτοῦσθων
Plural ἐμπάκτουσθε ἐμπακτοῦσθων, ἐμπακτοῦσθωσαν
Infinitive ἐμπάκτουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπακτουμενος ἐμπακτουμενου ἐμπακτουμενη ἐμπακτουμενης ἐμπακτουμενον ἐμπακτουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπακτώσω ἐμπακτώσεις ἐμπακτώσει
Dual ἐμπακτώσετον ἐμπακτώσετον
Plural ἐμπακτώσομεν ἐμπακτώσετε ἐμπακτώσουσιν*
OptativeSingular ἐμπακτώσοιμι ἐμπακτώσοις ἐμπακτώσοι
Dual ἐμπακτώσοιτον ἐμπακτωσοίτην
Plural ἐμπακτώσοιμεν ἐμπακτώσοιτε ἐμπακτώσοιεν
Infinitive ἐμπακτώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπακτωσων ἐμπακτωσοντος ἐμπακτωσουσα ἐμπακτωσουσης ἐμπακτωσον ἐμπακτωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπακτώσομαι ἐμπακτώσει, ἐμπακτώσῃ ἐμπακτώσεται
Dual ἐμπακτώσεσθον ἐμπακτώσεσθον
Plural ἐμπακτωσόμεθα ἐμπακτώσεσθε ἐμπακτώσονται
OptativeSingular ἐμπακτωσοίμην ἐμπακτώσοιο ἐμπακτώσοιτο
Dual ἐμπακτώσοισθον ἐμπακτωσοίσθην
Plural ἐμπακτωσοίμεθα ἐμπακτώσοισθε ἐμπακτώσοιντο
Infinitive ἐμπακτώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπακτωσομενος ἐμπακτωσομενου ἐμπακτωσομενη ἐμπακτωσομενης ἐμπακτωσομενον ἐμπακτωσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION