Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑλικοειδής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἑλικοειδής ἑλικοειδές

Structure: ἑλικοειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. of winding or spiral form

Examples

  • κύκλοσ γάρ οὐκ ἔστιν οὐδὲ ἀποδίδωσιν, ὡσ πέλτη, τὴν περιφέρειαν, ἀλλ’ ἐκτομὴν ἔχει γραμμῆσ ἑλικοειδοῦσ, ἧσ αἱ κεραῖαι καμπὰσ ἔχουσαι καὶ συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸσ ἀλλήλασ ἀγκύλον τὸ σχῆμα ποιοῦσιν ἢ διὰ τὸν ἀγκῶνα περὶ ὃν περιφέρονται, ταῦτα γάρ ὁ Ιὄβασ εἴρηκε γλιχόμενοσ ἐξελληνίσαι τοὔνομα. (Plutarch, Numa, chapter 13 5:4)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION