헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκτοπίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκτοπίζω ἐκτοπίσω

형태분석: ἐκτοπίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 타지에 살다, 방랑하다, 배회하다, 돌아다니다
  1. to take oneself from a place, go abroad, to wander from the point

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτοπίζω

(나는) 타지에 산다

ἐκτοπίζεις

(너는) 타지에 산다

ἐκτοπίζει

(그는) 타지에 산다

쌍수 ἐκτοπίζετον

(너희 둘은) 타지에 산다

ἐκτοπίζετον

(그 둘은) 타지에 산다

복수 ἐκτοπίζομεν

(우리는) 타지에 산다

ἐκτοπίζετε

(너희는) 타지에 산다

ἐκτοπίζουσιν*

(그들은) 타지에 산다

접속법단수 ἐκτοπίζω

(나는) 타지에 살자

ἐκτοπίζῃς

(너는) 타지에 살자

ἐκτοπίζῃ

(그는) 타지에 살자

쌍수 ἐκτοπίζητον

(너희 둘은) 타지에 살자

ἐκτοπίζητον

(그 둘은) 타지에 살자

복수 ἐκτοπίζωμεν

(우리는) 타지에 살자

ἐκτοπίζητε

(너희는) 타지에 살자

ἐκτοπίζωσιν*

(그들은) 타지에 살자

기원법단수 ἐκτοπίζοιμι

(나는) 타지에 살기를 (바라다)

ἐκτοπίζοις

(너는) 타지에 살기를 (바라다)

ἐκτοπίζοι

(그는) 타지에 살기를 (바라다)

쌍수 ἐκτοπίζοιτον

(너희 둘은) 타지에 살기를 (바라다)

ἐκτοπιζοίτην

(그 둘은) 타지에 살기를 (바라다)

복수 ἐκτοπίζοιμεν

(우리는) 타지에 살기를 (바라다)

ἐκτοπίζοιτε

(너희는) 타지에 살기를 (바라다)

ἐκτοπίζοιεν

(그들은) 타지에 살기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτόπιζε

(너는) 타지에 살아라

ἐκτοπιζέτω

(그는) 타지에 살아라

쌍수 ἐκτοπίζετον

(너희 둘은) 타지에 살아라

ἐκτοπιζέτων

(그 둘은) 타지에 살아라

복수 ἐκτοπίζετε

(너희는) 타지에 살아라

ἐκτοπιζόντων, ἐκτοπιζέτωσαν

(그들은) 타지에 살아라

부정사 ἐκτοπίζειν

타지에 사는 것

분사 남성여성중성
ἐκτοπιζων

ἐκτοπιζοντος

ἐκτοπιζουσα

ἐκτοπιζουσης

ἐκτοπιζον

ἐκτοπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτοπίζομαι

(나는) 타지에 살려진다

ἐκτοπίζει, ἐκτοπίζῃ

(너는) 타지에 살려진다

ἐκτοπίζεται

(그는) 타지에 살려진다

쌍수 ἐκτοπίζεσθον

(너희 둘은) 타지에 살려진다

ἐκτοπίζεσθον

(그 둘은) 타지에 살려진다

복수 ἐκτοπιζόμεθα

(우리는) 타지에 살려진다

ἐκτοπίζεσθε

(너희는) 타지에 살려진다

ἐκτοπίζονται

(그들은) 타지에 살려진다

접속법단수 ἐκτοπίζωμαι

(나는) 타지에 살려지자

ἐκτοπίζῃ

(너는) 타지에 살려지자

ἐκτοπίζηται

(그는) 타지에 살려지자

쌍수 ἐκτοπίζησθον

(너희 둘은) 타지에 살려지자

ἐκτοπίζησθον

(그 둘은) 타지에 살려지자

복수 ἐκτοπιζώμεθα

(우리는) 타지에 살려지자

ἐκτοπίζησθε

(너희는) 타지에 살려지자

ἐκτοπίζωνται

(그들은) 타지에 살려지자

기원법단수 ἐκτοπιζοίμην

(나는) 타지에 살려지기를 (바라다)

ἐκτοπίζοιο

(너는) 타지에 살려지기를 (바라다)

ἐκτοπίζοιτο

(그는) 타지에 살려지기를 (바라다)

쌍수 ἐκτοπίζοισθον

(너희 둘은) 타지에 살려지기를 (바라다)

ἐκτοπιζοίσθην

(그 둘은) 타지에 살려지기를 (바라다)

복수 ἐκτοπιζοίμεθα

(우리는) 타지에 살려지기를 (바라다)

ἐκτοπίζοισθε

(너희는) 타지에 살려지기를 (바라다)

ἐκτοπίζοιντο

(그들은) 타지에 살려지기를 (바라다)

명령법단수 ἐκτοπίζου

(너는) 타지에 살려져라

ἐκτοπιζέσθω

(그는) 타지에 살려져라

쌍수 ἐκτοπίζεσθον

(너희 둘은) 타지에 살려져라

ἐκτοπιζέσθων

(그 둘은) 타지에 살려져라

복수 ἐκτοπίζεσθε

(너희는) 타지에 살려져라

ἐκτοπιζέσθων, ἐκτοπιζέσθωσαν

(그들은) 타지에 살려져라

부정사 ἐκτοπίζεσθαι

타지에 살려지는 것

분사 남성여성중성
ἐκτοπιζομενος

ἐκτοπιζομενου

ἐκτοπιζομενη

ἐκτοπιζομενης

ἐκτοπιζομενον

ἐκτοπιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτοπίσω

(나는) 타지에 살겠다

ἐκτοπίσεις

(너는) 타지에 살겠다

ἐκτοπίσει

(그는) 타지에 살겠다

쌍수 ἐκτοπίσετον

(너희 둘은) 타지에 살겠다

ἐκτοπίσετον

(그 둘은) 타지에 살겠다

복수 ἐκτοπίσομεν

(우리는) 타지에 살겠다

ἐκτοπίσετε

(너희는) 타지에 살겠다

ἐκτοπίσουσιν*

(그들은) 타지에 살겠다

기원법단수 ἐκτοπίσοιμι

(나는) 타지에 살겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοις

(너는) 타지에 살겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοι

(그는) 타지에 살겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκτοπίσοιτον

(너희 둘은) 타지에 살겠기를 (바라다)

ἐκτοπισοίτην

(그 둘은) 타지에 살겠기를 (바라다)

복수 ἐκτοπίσοιμεν

(우리는) 타지에 살겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοιτε

(너희는) 타지에 살겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοιεν

(그들은) 타지에 살겠기를 (바라다)

부정사 ἐκτοπίσειν

타지에 살 것

분사 남성여성중성
ἐκτοπισων

ἐκτοπισοντος

ἐκτοπισουσα

ἐκτοπισουσης

ἐκτοπισον

ἐκτοπισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκτοπίσομαι

(나는) 타지에 살려지겠다

ἐκτοπίσει, ἐκτοπίσῃ

(너는) 타지에 살려지겠다

ἐκτοπίσεται

(그는) 타지에 살려지겠다

쌍수 ἐκτοπίσεσθον

(너희 둘은) 타지에 살려지겠다

ἐκτοπίσεσθον

(그 둘은) 타지에 살려지겠다

복수 ἐκτοπισόμεθα

(우리는) 타지에 살려지겠다

ἐκτοπίσεσθε

(너희는) 타지에 살려지겠다

ἐκτοπίσονται

(그들은) 타지에 살려지겠다

기원법단수 ἐκτοπισοίμην

(나는) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοιο

(너는) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοιτο

(그는) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκτοπίσοισθον

(너희 둘은) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

ἐκτοπισοίσθην

(그 둘은) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

복수 ἐκτοπισοίμεθα

(우리는) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοισθε

(너희는) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

ἐκτοπίσοιντο

(그들은) 타지에 살려지겠기를 (바라다)

부정사 ἐκτοπίσεσθαι

타지에 살려질 것

분사 남성여성중성
ἐκτοπισομενος

ἐκτοπισομενου

ἐκτοπισομενη

ἐκτοπισομενης

ἐκτοπισομενον

ἐκτοπισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠκτόπιζον

(나는) 타지에 살고 있었다

ἠκτόπιζες

(너는) 타지에 살고 있었다

ἠκτόπιζεν*

(그는) 타지에 살고 있었다

쌍수 ἠκτοπίζετον

(너희 둘은) 타지에 살고 있었다

ἠκτοπιζέτην

(그 둘은) 타지에 살고 있었다

복수 ἠκτοπίζομεν

(우리는) 타지에 살고 있었다

ἠκτοπίζετε

(너희는) 타지에 살고 있었다

ἠκτόπιζον

(그들은) 타지에 살고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠκτοπιζόμην

(나는) 타지에 살려지고 있었다

ἠκτοπίζου

(너는) 타지에 살려지고 있었다

ἠκτοπίζετο

(그는) 타지에 살려지고 있었다

쌍수 ἠκτοπίζεσθον

(너희 둘은) 타지에 살려지고 있었다

ἠκτοπιζέσθην

(그 둘은) 타지에 살려지고 있었다

복수 ἠκτοπιζόμεθα

(우리는) 타지에 살려지고 있었다

ἠκτοπίζεσθε

(너희는) 타지에 살려지고 있었다

ἠκτοπίζοντο

(그들은) 타지에 살려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐστὶ μὲν τῶν ἐκτοπιζόντων καὶ σχιδανοπόδων καὶ τριδακτύλων, μέγεθοσ ἀλεκτρυόνοσ μεγάλου, χρῶμα ὄρτυγοσ, κεφαλὴ προμήκησ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 44 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 44 1:2)

  • "ὁ ὄρτυξ ἐστὶ μὲν τῶν ἐκτοπιζόντων καὶ σχιδανοπόδων, νεοττιὰν δὲ οὐ ποιεῖ, ἀλλὰ κονίστραν καὶ ταύτην σκεπάζει φρυγάνοισ διὰ τοὺσ ἱέρακασ, ἐν ᾗ ἐπῳάζει Ἀλέξανδροσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:4)

  • ἁπλῶσ δ’ οἱ τότε τὸ πέλαγοσ τὸ Ποντικὸν ὥσπερ ἄλλον τινὰ ὠκεανὸν ὑπελάμβανον, καὶ τοὺσ πλέοντασ ἐκεῖσε ὁμοίωσ ἐκτοπίζειν ἐδόκουν ὥσπερ τοὺσ ἔξω στηλῶν ἐπὶ πολὺ προϊόντασ· (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 20:5)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 2 20:5)

  • ἀλλὰ μὴν ἐκ μέσησ τῆσ Βρεττανικῆσ οὐ πλέον τῶν τετρακισχιλίων προελθὼν εὑρ́οισ ἂν οἰκήσιμον ἄλλωσ πωσ τοῦτο δ’ ἂν εἰή τὸ περὶ τὴν Ιἔρνην, ὥστε τὰ ἐπέκεινα, εἰσ ἃ ἐκτοπίζει τὴν Θούλην, οὐκέτ’ οἰκήσιμα. (Strabo, Geography, book 1, chapter 4 8:4)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 4 8:4)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION