헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκριπίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκριπίζω ἐκριπίσω

형태분석: ἐκ (접두사) + ῥιπίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흥분시키다, 일으키다, 동요시키다
  1. to fan the flame, stir up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκριπίζω

(나는) 흥분시킨다

ἐκριπίζεις

(너는) 흥분시킨다

ἐκριπίζει

(그는) 흥분시킨다

쌍수 ἐκριπίζετον

(너희 둘은) 흥분시킨다

ἐκριπίζετον

(그 둘은) 흥분시킨다

복수 ἐκριπίζομεν

(우리는) 흥분시킨다

ἐκριπίζετε

(너희는) 흥분시킨다

ἐκριπίζουσιν*

(그들은) 흥분시킨다

접속법단수 ἐκριπίζω

(나는) 흥분시키자

ἐκριπίζῃς

(너는) 흥분시키자

ἐκριπίζῃ

(그는) 흥분시키자

쌍수 ἐκριπίζητον

(너희 둘은) 흥분시키자

ἐκριπίζητον

(그 둘은) 흥분시키자

복수 ἐκριπίζωμεν

(우리는) 흥분시키자

ἐκριπίζητε

(너희는) 흥분시키자

ἐκριπίζωσιν*

(그들은) 흥분시키자

기원법단수 ἐκριπίζοιμι

(나는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐκριπίζοις

(너는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐκριπίζοι

(그는) 흥분시키기를 (바라다)

쌍수 ἐκριπίζοιτον

(너희 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

ἐκριπιζοίτην

(그 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

복수 ἐκριπίζοιμεν

(우리는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐκριπίζοιτε

(너희는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐκριπίζοιεν

(그들은) 흥분시키기를 (바라다)

명령법단수 ἐκρίπιζε

(너는) 흥분시켜라

ἐκριπιζέτω

(그는) 흥분시켜라

쌍수 ἐκριπίζετον

(너희 둘은) 흥분시켜라

ἐκριπιζέτων

(그 둘은) 흥분시켜라

복수 ἐκριπίζετε

(너희는) 흥분시켜라

ἐκριπιζόντων, ἐκριπιζέτωσαν

(그들은) 흥분시켜라

부정사 ἐκριπίζειν

흥분시키는 것

분사 남성여성중성
ἐκριπιζων

ἐκριπιζοντος

ἐκριπιζουσα

ἐκριπιζουσης

ἐκριπιζον

ἐκριπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκριπίζομαι

(나는) 흥분한다

ἐκριπίζει, ἐκριπίζῃ

(너는) 흥분한다

ἐκριπίζεται

(그는) 흥분한다

쌍수 ἐκριπίζεσθον

(너희 둘은) 흥분한다

ἐκριπίζεσθον

(그 둘은) 흥분한다

복수 ἐκριπιζόμεθα

(우리는) 흥분한다

ἐκριπίζεσθε

(너희는) 흥분한다

ἐκριπίζονται

(그들은) 흥분한다

접속법단수 ἐκριπίζωμαι

(나는) 흥분하자

ἐκριπίζῃ

(너는) 흥분하자

ἐκριπίζηται

(그는) 흥분하자

쌍수 ἐκριπίζησθον

(너희 둘은) 흥분하자

ἐκριπίζησθον

(그 둘은) 흥분하자

복수 ἐκριπιζώμεθα

(우리는) 흥분하자

ἐκριπίζησθε

(너희는) 흥분하자

ἐκριπίζωνται

(그들은) 흥분하자

기원법단수 ἐκριπιζοίμην

(나는) 흥분하기를 (바라다)

ἐκριπίζοιο

(너는) 흥분하기를 (바라다)

ἐκριπίζοιτο

(그는) 흥분하기를 (바라다)

쌍수 ἐκριπίζοισθον

(너희 둘은) 흥분하기를 (바라다)

ἐκριπιζοίσθην

(그 둘은) 흥분하기를 (바라다)

복수 ἐκριπιζοίμεθα

(우리는) 흥분하기를 (바라다)

ἐκριπίζοισθε

(너희는) 흥분하기를 (바라다)

ἐκριπίζοιντο

(그들은) 흥분하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκριπίζου

(너는) 흥분해라

ἐκριπιζέσθω

(그는) 흥분해라

쌍수 ἐκριπίζεσθον

(너희 둘은) 흥분해라

ἐκριπιζέσθων

(그 둘은) 흥분해라

복수 ἐκριπίζεσθε

(너희는) 흥분해라

ἐκριπιζέσθων, ἐκριπιζέσθωσαν

(그들은) 흥분해라

부정사 ἐκριπίζεσθαι

흥분하는 것

분사 남성여성중성
ἐκριπιζομενος

ἐκριπιζομενου

ἐκριπιζομενη

ἐκριπιζομενης

ἐκριπιζομενον

ἐκριπιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκριπίσω

(나는) 흥분시키겠다

ἐκριπίσεις

(너는) 흥분시키겠다

ἐκριπίσει

(그는) 흥분시키겠다

쌍수 ἐκριπίσετον

(너희 둘은) 흥분시키겠다

ἐκριπίσετον

(그 둘은) 흥분시키겠다

복수 ἐκριπίσομεν

(우리는) 흥분시키겠다

ἐκριπίσετε

(너희는) 흥분시키겠다

ἐκριπίσουσιν*

(그들은) 흥분시키겠다

기원법단수 ἐκριπίσοιμι

(나는) 흥분시키겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοις

(너는) 흥분시키겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοι

(그는) 흥분시키겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκριπίσοιτον

(너희 둘은) 흥분시키겠기를 (바라다)

ἐκριπισοίτην

(그 둘은) 흥분시키겠기를 (바라다)

복수 ἐκριπίσοιμεν

(우리는) 흥분시키겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοιτε

(너희는) 흥분시키겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοιεν

(그들은) 흥분시키겠기를 (바라다)

부정사 ἐκριπίσειν

흥분시킬 것

분사 남성여성중성
ἐκριπισων

ἐκριπισοντος

ἐκριπισουσα

ἐκριπισουσης

ἐκριπισον

ἐκριπισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκριπίσομαι

(나는) 흥분하겠다

ἐκριπίσει, ἐκριπίσῃ

(너는) 흥분하겠다

ἐκριπίσεται

(그는) 흥분하겠다

쌍수 ἐκριπίσεσθον

(너희 둘은) 흥분하겠다

ἐκριπίσεσθον

(그 둘은) 흥분하겠다

복수 ἐκριπισόμεθα

(우리는) 흥분하겠다

ἐκριπίσεσθε

(너희는) 흥분하겠다

ἐκριπίσονται

(그들은) 흥분하겠다

기원법단수 ἐκριπισοίμην

(나는) 흥분하겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοιο

(너는) 흥분하겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοιτο

(그는) 흥분하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκριπίσοισθον

(너희 둘은) 흥분하겠기를 (바라다)

ἐκριπισοίσθην

(그 둘은) 흥분하겠기를 (바라다)

복수 ἐκριπισοίμεθα

(우리는) 흥분하겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοισθε

(너희는) 흥분하겠기를 (바라다)

ἐκριπίσοιντο

(그들은) 흥분하겠기를 (바라다)

부정사 ἐκριπίσεσθαι

흥분할 것

분사 남성여성중성
ἐκριπισομενος

ἐκριπισομενου

ἐκριπισομενη

ἐκριπισομενης

ἐκριπισομενον

ἐκριπισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξερρίπιζον

(나는) 흥분시키고 있었다

ἐξερρίπιζες

(너는) 흥분시키고 있었다

ἐξερρίπιζεν*

(그는) 흥분시키고 있었다

쌍수 ἐξερριπίζετον

(너희 둘은) 흥분시키고 있었다

ἐξερριπιζέτην

(그 둘은) 흥분시키고 있었다

복수 ἐξερριπίζομεν

(우리는) 흥분시키고 있었다

ἐξερριπίζετε

(너희는) 흥분시키고 있었다

ἐξερρίπιζον

(그들은) 흥분시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξερριπιζόμην

(나는) 흥분하고 있었다

ἐξερριπίζου

(너는) 흥분하고 있었다

ἐξερριπίζετο

(그는) 흥분하고 있었다

쌍수 ἐξερριπίζεσθον

(너희 둘은) 흥분하고 있었다

ἐξερριπιζέσθην

(그 둘은) 흥분하고 있었다

복수 ἐξερριπιζόμεθα

(우리는) 흥분하고 있었다

ἐξερριπίζεσθε

(너희는) 흥분하고 있었다

ἐξερριπίζοντο

(그들은) 흥분하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION