Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγκαλλωπίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ἐγκαλλωπίζομαι

Structure: ἐγκαλλωπίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to take pride or pleasure in

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκαλλωπίζομαι ἐγκαλλωπίζει, ἐγκαλλωπίζῃ ἐγκαλλωπίζεται
Dual ἐγκαλλωπίζεσθον ἐγκαλλωπίζεσθον
Plural ἐγκαλλωπιζόμεθα ἐγκαλλωπίζεσθε ἐγκαλλωπίζονται
SubjunctiveSingular ἐγκαλλωπίζωμαι ἐγκαλλωπίζῃ ἐγκαλλωπίζηται
Dual ἐγκαλλωπίζησθον ἐγκαλλωπίζησθον
Plural ἐγκαλλωπιζώμεθα ἐγκαλλωπίζησθε ἐγκαλλωπίζωνται
OptativeSingular ἐγκαλλωπιζοίμην ἐγκαλλωπίζοιο ἐγκαλλωπίζοιτο
Dual ἐγκαλλωπίζοισθον ἐγκαλλωπιζοίσθην
Plural ἐγκαλλωπιζοίμεθα ἐγκαλλωπίζοισθε ἐγκαλλωπίζοιντο
ImperativeSingular ἐγκαλλωπίζου ἐγκαλλωπιζέσθω
Dual ἐγκαλλωπίζεσθον ἐγκαλλωπιζέσθων
Plural ἐγκαλλωπίζεσθε ἐγκαλλωπιζέσθων, ἐγκαλλωπιζέσθωσαν
Infinitive ἐγκαλλωπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκαλλωπιζομενος ἐγκαλλωπιζομενου ἐγκαλλωπιζομενη ἐγκαλλωπιζομενης ἐγκαλλωπιζομενον ἐγκαλλωπιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to take pride or pleasure in

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION