헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξελευθεροστομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξελευθεροστομέω

형태분석: ἐξ (접두사) + ἐλευθεροστομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be very free of speech

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξελευθεροστομῶ

ἐξελευθεροστομεῖς

ἐξελευθεροστομεῖ

쌍수 ἐξελευθεροστομεῖτον

ἐξελευθεροστομεῖτον

복수 ἐξελευθεροστομοῦμεν

ἐξελευθεροστομεῖτε

ἐξελευθεροστομοῦσιν*

접속법단수 ἐξελευθεροστομῶ

ἐξελευθεροστομῇς

ἐξελευθεροστομῇ

쌍수 ἐξελευθεροστομῆτον

ἐξελευθεροστομῆτον

복수 ἐξελευθεροστομῶμεν

ἐξελευθεροστομῆτε

ἐξελευθεροστομῶσιν*

기원법단수 ἐξελευθεροστομοῖμι

ἐξελευθεροστομοῖς

ἐξελευθεροστομοῖ

쌍수 ἐξελευθεροστομοῖτον

ἐξελευθεροστομοίτην

복수 ἐξελευθεροστομοῖμεν

ἐξελευθεροστομοῖτε

ἐξελευθεροστομοῖεν

명령법단수 ἐξελευθεροστόμει

ἐξελευθεροστομείτω

쌍수 ἐξελευθεροστομεῖτον

ἐξελευθεροστομείτων

복수 ἐξελευθεροστομεῖτε

ἐξελευθεροστομούντων, ἐξελευθεροστομείτωσαν

부정사 ἐξελευθεροστομεῖν

분사 남성여성중성
ἐξελευθεροστομων

ἐξελευθεροστομουντος

ἐξελευθεροστομουσα

ἐξελευθεροστομουσης

ἐξελευθεροστομουν

ἐξελευθεροστομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξελευθεροστομοῦμαι

ἐξελευθεροστομεῖ, ἐξελευθεροστομῇ

ἐξελευθεροστομεῖται

쌍수 ἐξελευθεροστομεῖσθον

ἐξελευθεροστομεῖσθον

복수 ἐξελευθεροστομούμεθα

ἐξελευθεροστομεῖσθε

ἐξελευθεροστομοῦνται

접속법단수 ἐξελευθεροστομῶμαι

ἐξελευθεροστομῇ

ἐξελευθεροστομῆται

쌍수 ἐξελευθεροστομῆσθον

ἐξελευθεροστομῆσθον

복수 ἐξελευθεροστομώμεθα

ἐξελευθεροστομῆσθε

ἐξελευθεροστομῶνται

기원법단수 ἐξελευθεροστομοίμην

ἐξελευθεροστομοῖο

ἐξελευθεροστομοῖτο

쌍수 ἐξελευθεροστομοῖσθον

ἐξελευθεροστομοίσθην

복수 ἐξελευθεροστομοίμεθα

ἐξελευθεροστομοῖσθε

ἐξελευθεροστομοῖντο

명령법단수 ἐξελευθεροστομοῦ

ἐξελευθεροστομείσθω

쌍수 ἐξελευθεροστομεῖσθον

ἐξελευθεροστομείσθων

복수 ἐξελευθεροστομεῖσθε

ἐξελευθεροστομείσθων, ἐξελευθεροστομείσθωσαν

부정사 ἐξελευθεροστομεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἐξελευθεροστομουμενος

ἐξελευθεροστομουμενου

ἐξελευθεροστομουμενη

ἐξελευθεροστομουμενης

ἐξελευθεροστομουμενον

ἐξελευθεροστομουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be very free of speech

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION