헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δωτινάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δωτινάζω

형태분석: δωτινάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dwti/_nh

  1. to receive or collect presents

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δωτινάζω

δωτινάζεις

δωτινάζει

쌍수 δωτινάζετον

δωτινάζετον

복수 δωτινάζομεν

δωτινάζετε

δωτινάζουσιν*

접속법단수 δωτινάζω

δωτινάζῃς

δωτινάζῃ

쌍수 δωτινάζητον

δωτινάζητον

복수 δωτινάζωμεν

δωτινάζητε

δωτινάζωσιν*

기원법단수 δωτινάζοιμι

δωτινάζοις

δωτινάζοι

쌍수 δωτινάζοιτον

δωτιναζοίτην

복수 δωτινάζοιμεν

δωτινάζοιτε

δωτινάζοιεν

명령법단수 δωτίναζε

δωτιναζέτω

쌍수 δωτινάζετον

δωτιναζέτων

복수 δωτινάζετε

δωτιναζόντων, δωτιναζέτωσαν

부정사 δωτινάζειν

분사 남성여성중성
δωτιναζων

δωτιναζοντος

δωτιναζουσα

δωτιναζουσης

δωτιναζον

δωτιναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δωτινάζομαι

δωτινάζει, δωτινάζῃ

δωτινάζεται

쌍수 δωτινάζεσθον

δωτινάζεσθον

복수 δωτιναζόμεθα

δωτινάζεσθε

δωτινάζονται

접속법단수 δωτινάζωμαι

δωτινάζῃ

δωτινάζηται

쌍수 δωτινάζησθον

δωτινάζησθον

복수 δωτιναζώμεθα

δωτινάζησθε

δωτινάζωνται

기원법단수 δωτιναζοίμην

δωτινάζοιο

δωτινάζοιτο

쌍수 δωτινάζοισθον

δωτιναζοίσθην

복수 δωτιναζοίμεθα

δωτινάζοισθε

δωτινάζοιντο

명령법단수 δωτινάζου

δωτιναζέσθω

쌍수 δωτινάζεσθον

δωτιναζέσθων

복수 δωτινάζεσθε

δωτιναζέσθων, δωτιναζέσθωσαν

부정사 δωτινάζεσθαι

분사 남성여성중성
δωτιναζομενος

δωτιναζομενου

δωτιναζομενη

δωτιναζομενης

δωτιναζομενον

δωτιναζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to receive or collect presents

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION