헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δωματοφθορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δωματοφθορέω δωματοφθορήσω

형태분석: δωματοφθορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: fqora/

  1. to ruin the house

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δωματοφθόρω

δωματοφθόρεις

δωματοφθόρει

쌍수 δωματοφθόρειτον

δωματοφθόρειτον

복수 δωματοφθόρουμεν

δωματοφθόρειτε

δωματοφθόρουσιν*

접속법단수 δωματοφθόρω

δωματοφθόρῃς

δωματοφθόρῃ

쌍수 δωματοφθόρητον

δωματοφθόρητον

복수 δωματοφθόρωμεν

δωματοφθόρητε

δωματοφθόρωσιν*

기원법단수 δωματοφθόροιμι

δωματοφθόροις

δωματοφθόροι

쌍수 δωματοφθόροιτον

δωματοφθοροίτην

복수 δωματοφθόροιμεν

δωματοφθόροιτε

δωματοφθόροιεν

명령법단수 δωματοφθο͂ρει

δωματοφθορεῖτω

쌍수 δωματοφθόρειτον

δωματοφθορεῖτων

복수 δωματοφθόρειτε

δωματοφθοροῦντων, δωματοφθορεῖτωσαν

부정사 δωματοφθόρειν

분사 남성여성중성
δωματοφθορων

δωματοφθορουντος

δωματοφθορουσα

δωματοφθορουσης

δωματοφθορουν

δωματοφθορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δωματοφθόρουμαι

δωματοφθόρει, δωματοφθόρῃ

δωματοφθόρειται

쌍수 δωματοφθόρεισθον

δωματοφθόρεισθον

복수 δωματοφθοροῦμεθα

δωματοφθόρεισθε

δωματοφθόρουνται

접속법단수 δωματοφθόρωμαι

δωματοφθόρῃ

δωματοφθόρηται

쌍수 δωματοφθόρησθον

δωματοφθόρησθον

복수 δωματοφθορώμεθα

δωματοφθόρησθε

δωματοφθόρωνται

기원법단수 δωματοφθοροίμην

δωματοφθόροιο

δωματοφθόροιτο

쌍수 δωματοφθόροισθον

δωματοφθοροίσθην

복수 δωματοφθοροίμεθα

δωματοφθόροισθε

δωματοφθόροιντο

명령법단수 δωματοφθόρου

δωματοφθορεῖσθω

쌍수 δωματοφθόρεισθον

δωματοφθορεῖσθων

복수 δωματοφθόρεισθε

δωματοφθορεῖσθων, δωματοφθορεῖσθωσαν

부정사 δωματοφθόρεισθαι

분사 남성여성중성
δωματοφθορουμενος

δωματοφθορουμενου

δωματοφθορουμενη

δωματοφθορουμενης

δωματοφθορουμενον

δωματοφθορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δωματοφθορήσω

δωματοφθορήσεις

δωματοφθορήσει

쌍수 δωματοφθορήσετον

δωματοφθορήσετον

복수 δωματοφθορήσομεν

δωματοφθορήσετε

δωματοφθορήσουσιν*

기원법단수 δωματοφθορήσοιμι

δωματοφθορήσοις

δωματοφθορήσοι

쌍수 δωματοφθορήσοιτον

δωματοφθορησοίτην

복수 δωματοφθορήσοιμεν

δωματοφθορήσοιτε

δωματοφθορήσοιεν

부정사 δωματοφθορήσειν

분사 남성여성중성
δωματοφθορησων

δωματοφθορησοντος

δωματοφθορησουσα

δωματοφθορησουσης

δωματοφθορησον

δωματοφθορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δωματοφθορήσομαι

δωματοφθορήσει, δωματοφθορήσῃ

δωματοφθορήσεται

쌍수 δωματοφθορήσεσθον

δωματοφθορήσεσθον

복수 δωματοφθορησόμεθα

δωματοφθορήσεσθε

δωματοφθορήσονται

기원법단수 δωματοφθορησοίμην

δωματοφθορήσοιο

δωματοφθορήσοιτο

쌍수 δωματοφθορήσοισθον

δωματοφθορησοίσθην

복수 δωματοφθορησοίμεθα

δωματοφθορήσοισθε

δωματοφθορήσοιντο

부정사 δωματοφθορήσεσθαι

분사 남성여성중성
δωματοφθορησομενος

δωματοφθορησομενου

δωματοφθορησομενη

δωματοφθορησομενης

δωματοφθορησομενον

δωματοφθορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολλὴ γὰρ αἰδὼσ δωματοφθορεῖν ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτουσ θ’ ὑφάσ. (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 10:3)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode, anapests 10:3)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION