Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσμηχανέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δυσμηχανέω δυσμηχανήσω

Structure: δυσμηχανέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from dusmh/xanos

Sense

  1. to be at loss how

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δυσμηχανῶ δυσμηχανεῖς δυσμηχανεῖ
Dual δυσμηχανεῖτον δυσμηχανεῖτον
Plural δυσμηχανοῦμεν δυσμηχανεῖτε δυσμηχανοῦσιν*
SubjunctiveSingular δυσμηχανῶ δυσμηχανῇς δυσμηχανῇ
Dual δυσμηχανῆτον δυσμηχανῆτον
Plural δυσμηχανῶμεν δυσμηχανῆτε δυσμηχανῶσιν*
OptativeSingular δυσμηχανοῖμι δυσμηχανοῖς δυσμηχανοῖ
Dual δυσμηχανοῖτον δυσμηχανοίτην
Plural δυσμηχανοῖμεν δυσμηχανοῖτε δυσμηχανοῖεν
ImperativeSingular δυσμηχάνει δυσμηχανείτω
Dual δυσμηχανεῖτον δυσμηχανείτων
Plural δυσμηχανεῖτε δυσμηχανούντων, δυσμηχανείτωσαν
Infinitive δυσμηχανεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
δυσμηχανων δυσμηχανουντος δυσμηχανουσα δυσμηχανουσης δυσμηχανουν δυσμηχανουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δυσμηχανοῦμαι δυσμηχανεῖ, δυσμηχανῇ δυσμηχανεῖται
Dual δυσμηχανεῖσθον δυσμηχανεῖσθον
Plural δυσμηχανούμεθα δυσμηχανεῖσθε δυσμηχανοῦνται
SubjunctiveSingular δυσμηχανῶμαι δυσμηχανῇ δυσμηχανῆται
Dual δυσμηχανῆσθον δυσμηχανῆσθον
Plural δυσμηχανώμεθα δυσμηχανῆσθε δυσμηχανῶνται
OptativeSingular δυσμηχανοίμην δυσμηχανοῖο δυσμηχανοῖτο
Dual δυσμηχανοῖσθον δυσμηχανοίσθην
Plural δυσμηχανοίμεθα δυσμηχανοῖσθε δυσμηχανοῖντο
ImperativeSingular δυσμηχανοῦ δυσμηχανείσθω
Dual δυσμηχανεῖσθον δυσμηχανείσθων
Plural δυσμηχανεῖσθε δυσμηχανείσθων, δυσμηχανείσθωσαν
Infinitive δυσμηχανεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δυσμηχανουμενος δυσμηχανουμενου δυσμηχανουμενη δυσμηχανουμενης δυσμηχανουμενον δυσμηχανουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δυσμηχανήσω δυσμηχανήσεις δυσμηχανήσει
Dual δυσμηχανήσετον δυσμηχανήσετον
Plural δυσμηχανήσομεν δυσμηχανήσετε δυσμηχανήσουσιν*
OptativeSingular δυσμηχανήσοιμι δυσμηχανήσοις δυσμηχανήσοι
Dual δυσμηχανήσοιτον δυσμηχανησοίτην
Plural δυσμηχανήσοιμεν δυσμηχανήσοιτε δυσμηχανήσοιεν
Infinitive δυσμηχανήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δυσμηχανησων δυσμηχανησοντος δυσμηχανησουσα δυσμηχανησουσης δυσμηχανησον δυσμηχανησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δυσμηχανήσομαι δυσμηχανήσει, δυσμηχανήσῃ δυσμηχανήσεται
Dual δυσμηχανήσεσθον δυσμηχανήσεσθον
Plural δυσμηχανησόμεθα δυσμηχανήσεσθε δυσμηχανήσονται
OptativeSingular δυσμηχανησοίμην δυσμηχανήσοιο δυσμηχανήσοιτο
Dual δυσμηχανήσοισθον δυσμηχανησοίσθην
Plural δυσμηχανησοίμεθα δυσμηχανήσοισθε δυσμηχανήσοιντο
Infinitive δυσμηχανήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δυσμηχανησομενος δυσμηχανησομενου δυσμηχανησομενη δυσμηχανησομενης δυσμηχανησομενον δυσμηχανησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION