헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δνοπαλίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δνοπαλίζω

형태분석: δνοπαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 뒤흔들다
  1. to shake violently, fling down, "wrap, about thee, "

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δνοπαλίζω

(나는) 뒤흔든다

δνοπαλίζεις

(너는) 뒤흔든다

δνοπαλίζει

(그는) 뒤흔든다

쌍수 δνοπαλίζετον

(너희 둘은) 뒤흔든다

δνοπαλίζετον

(그 둘은) 뒤흔든다

복수 δνοπαλίζομεν

(우리는) 뒤흔든다

δνοπαλίζετε

(너희는) 뒤흔든다

δνοπαλίζουσιν*

(그들은) 뒤흔든다

접속법단수 δνοπαλίζω

(나는) 뒤흔들자

δνοπαλίζῃς

(너는) 뒤흔들자

δνοπαλίζῃ

(그는) 뒤흔들자

쌍수 δνοπαλίζητον

(너희 둘은) 뒤흔들자

δνοπαλίζητον

(그 둘은) 뒤흔들자

복수 δνοπαλίζωμεν

(우리는) 뒤흔들자

δνοπαλίζητε

(너희는) 뒤흔들자

δνοπαλίζωσιν*

(그들은) 뒤흔들자

기원법단수 δνοπαλίζοιμι

(나는) 뒤흔들기를 (바라다)

δνοπαλίζοις

(너는) 뒤흔들기를 (바라다)

δνοπαλίζοι

(그는) 뒤흔들기를 (바라다)

쌍수 δνοπαλίζοιτον

(너희 둘은) 뒤흔들기를 (바라다)

δνοπαλιζοίτην

(그 둘은) 뒤흔들기를 (바라다)

복수 δνοπαλίζοιμεν

(우리는) 뒤흔들기를 (바라다)

δνοπαλίζοιτε

(너희는) 뒤흔들기를 (바라다)

δνοπαλίζοιεν

(그들은) 뒤흔들기를 (바라다)

명령법단수 δνοπάλιζε

(너는) 뒤흔들어라

δνοπαλιζέτω

(그는) 뒤흔들어라

쌍수 δνοπαλίζετον

(너희 둘은) 뒤흔들어라

δνοπαλιζέτων

(그 둘은) 뒤흔들어라

복수 δνοπαλίζετε

(너희는) 뒤흔들어라

δνοπαλιζόντων, δνοπαλιζέτωσαν

(그들은) 뒤흔들어라

부정사 δνοπαλίζειν

뒤흔드는 것

분사 남성여성중성
δνοπαλιζων

δνοπαλιζοντος

δνοπαλιζουσα

δνοπαλιζουσης

δνοπαλιζον

δνοπαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δνοπαλίζομαι

(나는) 뒤흔들려진다

δνοπαλίζει, δνοπαλίζῃ

(너는) 뒤흔들려진다

δνοπαλίζεται

(그는) 뒤흔들려진다

쌍수 δνοπαλίζεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려진다

δνοπαλίζεσθον

(그 둘은) 뒤흔들려진다

복수 δνοπαλιζόμεθα

(우리는) 뒤흔들려진다

δνοπαλίζεσθε

(너희는) 뒤흔들려진다

δνοπαλίζονται

(그들은) 뒤흔들려진다

접속법단수 δνοπαλίζωμαι

(나는) 뒤흔들려지자

δνοπαλίζῃ

(너는) 뒤흔들려지자

δνοπαλίζηται

(그는) 뒤흔들려지자

쌍수 δνοπαλίζησθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지자

δνοπαλίζησθον

(그 둘은) 뒤흔들려지자

복수 δνοπαλιζώμεθα

(우리는) 뒤흔들려지자

δνοπαλίζησθε

(너희는) 뒤흔들려지자

δνοπαλίζωνται

(그들은) 뒤흔들려지자

기원법단수 δνοπαλιζοίμην

(나는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

δνοπαλίζοιο

(너는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

δνοπαλίζοιτο

(그는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

쌍수 δνοπαλίζοισθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지기를 (바라다)

δνοπαλιζοίσθην

(그 둘은) 뒤흔들려지기를 (바라다)

복수 δνοπαλιζοίμεθα

(우리는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

δνοπαλίζοισθε

(너희는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

δνοπαλίζοιντο

(그들은) 뒤흔들려지기를 (바라다)

명령법단수 δνοπαλίζου

(너는) 뒤흔들려져라

δνοπαλιζέσθω

(그는) 뒤흔들려져라

쌍수 δνοπαλίζεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려져라

δνοπαλιζέσθων

(그 둘은) 뒤흔들려져라

복수 δνοπαλίζεσθε

(너희는) 뒤흔들려져라

δνοπαλιζέσθων, δνοπαλιζέσθωσαν

(그들은) 뒤흔들려져라

부정사 δνοπαλίζεσθαι

뒤흔들려지는 것

분사 남성여성중성
δνοπαλιζομενος

δνοπαλιζομενου

δνοπαλιζομενη

δνοπαλιζομενης

δνοπαλιζομενον

δνοπαλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδνοπάλιζον

(나는) 뒤흔들고 있었다

ἐδνοπάλιζες

(너는) 뒤흔들고 있었다

ἐδνοπάλιζεν*

(그는) 뒤흔들고 있었다

쌍수 ἐδνοπαλίζετον

(너희 둘은) 뒤흔들고 있었다

ἐδνοπαλιζέτην

(그 둘은) 뒤흔들고 있었다

복수 ἐδνοπαλίζομεν

(우리는) 뒤흔들고 있었다

ἐδνοπαλίζετε

(너희는) 뒤흔들고 있었다

ἐδνοπάλιζον

(그들은) 뒤흔들고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδνοπαλιζόμην

(나는) 뒤흔들려지고 있었다

ἐδνοπαλίζου

(너는) 뒤흔들려지고 있었다

ἐδνοπαλίζετο

(그는) 뒤흔들려지고 있었다

쌍수 ἐδνοπαλίζεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지고 있었다

ἐδνοπαλιζέσθην

(그 둘은) 뒤흔들려지고 있었다

복수 ἐδνοπαλιζόμεθα

(우리는) 뒤흔들려지고 있었다

ἐδνοπαλίζεσθε

(너희는) 뒤흔들려지고 있었다

ἐδνοπαλίζοντο

(그들은) 뒤흔들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION