헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διχοστατέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διχοστατέω

형태분석: διχοστατέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sth=nai

  1. 떨어져 있다, 다르다, 차이가 나다
  1. to stand apart, disagree

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διχοστάτω

(나는) 떨어져 있는다

διχοστάτεις

(너는) 떨어져 있는다

διχοστάτει

(그는) 떨어져 있는다

쌍수 διχοστάτειτον

(너희 둘은) 떨어져 있는다

διχοστάτειτον

(그 둘은) 떨어져 있는다

복수 διχοστάτουμεν

(우리는) 떨어져 있는다

διχοστάτειτε

(너희는) 떨어져 있는다

διχοστάτουσιν*

(그들은) 떨어져 있는다

접속법단수 διχοστάτω

(나는) 떨어져 있자

διχοστάτῃς

(너는) 떨어져 있자

διχοστάτῃ

(그는) 떨어져 있자

쌍수 διχοστάτητον

(너희 둘은) 떨어져 있자

διχοστάτητον

(그 둘은) 떨어져 있자

복수 διχοστάτωμεν

(우리는) 떨어져 있자

διχοστάτητε

(너희는) 떨어져 있자

διχοστάτωσιν*

(그들은) 떨어져 있자

기원법단수 διχοστάτοιμι

(나는) 떨어져 있기를 (바라다)

διχοστάτοις

(너는) 떨어져 있기를 (바라다)

διχοστάτοι

(그는) 떨어져 있기를 (바라다)

쌍수 διχοστάτοιτον

(너희 둘은) 떨어져 있기를 (바라다)

διχοστατοίτην

(그 둘은) 떨어져 있기를 (바라다)

복수 διχοστάτοιμεν

(우리는) 떨어져 있기를 (바라다)

διχοστάτοιτε

(너희는) 떨어져 있기를 (바라다)

διχοστάτοιεν

(그들은) 떨어져 있기를 (바라다)

명령법단수 διχοστᾶτει

(너는) 떨어져 있어라

διχοστατεῖτω

(그는) 떨어져 있어라

쌍수 διχοστάτειτον

(너희 둘은) 떨어져 있어라

διχοστατεῖτων

(그 둘은) 떨어져 있어라

복수 διχοστάτειτε

(너희는) 떨어져 있어라

διχοστατοῦντων, διχοστατεῖτωσαν

(그들은) 떨어져 있어라

부정사 διχοστάτειν

떨어져 있는 것

분사 남성여성중성
διχοστατων

διχοστατουντος

διχοστατουσα

διχοστατουσης

διχοστατουν

διχοστατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διχοστάτουμαι

διχοστάτει, διχοστάτῃ

διχοστάτειται

쌍수 διχοστάτεισθον

διχοστάτεισθον

복수 διχοστατοῦμεθα

διχοστάτεισθε

διχοστάτουνται

접속법단수 διχοστάτωμαι

διχοστάτῃ

διχοστάτηται

쌍수 διχοστάτησθον

διχοστάτησθον

복수 διχοστατώμεθα

διχοστάτησθε

διχοστάτωνται

기원법단수 διχοστατοίμην

διχοστάτοιο

διχοστάτοιτο

쌍수 διχοστάτοισθον

διχοστατοίσθην

복수 διχοστατοίμεθα

διχοστάτοισθε

διχοστάτοιντο

명령법단수 διχοστάτου

διχοστατεῖσθω

쌍수 διχοστάτεισθον

διχοστατεῖσθων

복수 διχοστάτεισθε

διχοστατεῖσθων, διχοστατεῖσθωσαν

부정사 διχοστάτεισθαι

분사 남성여성중성
διχοστατουμενος

διχοστατουμενου

διχοστατουμενη

διχοστατουμενης

διχοστατουμενον

διχοστατουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιχοστᾶτουν

(나는) 떨어져 있고 있었다

ἐδιχοστᾶτεις

(너는) 떨어져 있고 있었다

ἐδιχοστᾶτειν*

(그는) 떨어져 있고 있었다

쌍수 ἐδιχοστάτειτον

(너희 둘은) 떨어져 있고 있었다

ἐδιχοστατεῖτην

(그 둘은) 떨어져 있고 있었다

복수 ἐδιχοστάτουμεν

(우리는) 떨어져 있고 있었다

ἐδιχοστάτειτε

(너희는) 떨어져 있고 있었다

ἐδιχοστᾶτουν

(그들은) 떨어져 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιχοστατοῦμην

ἐδιχοστάτου

ἐδιχοστάτειτο

쌍수 ἐδιχοστάτεισθον

ἐδιχοστατεῖσθην

복수 ἐδιχοστατοῦμεθα

ἐδιχοστάτεισθε

ἐδιχοστάτουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 떨어져 있다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION