Ancient Greek-English Dictionary Language

δικαιοπραγέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δικαιοπραγέω

Structure: δικαιοπραγέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to act honestly

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δικαιοπράγω δικαιοπράγεις δικαιοπράγει
Dual δικαιοπράγειτον δικαιοπράγειτον
Plural δικαιοπράγουμεν δικαιοπράγειτε δικαιοπράγουσιν*
SubjunctiveSingular δικαιοπράγω δικαιοπράγῃς δικαιοπράγῃ
Dual δικαιοπράγητον δικαιοπράγητον
Plural δικαιοπράγωμεν δικαιοπράγητε δικαιοπράγωσιν*
OptativeSingular δικαιοπράγοιμι δικαιοπράγοις δικαιοπράγοι
Dual δικαιοπράγοιτον δικαιοπραγοίτην
Plural δικαιοπράγοιμεν δικαιοπράγοιτε δικαιοπράγοιεν
ImperativeSingular δικαιοπρᾶγει δικαιοπραγεῖτω
Dual δικαιοπράγειτον δικαιοπραγεῖτων
Plural δικαιοπράγειτε δικαιοπραγοῦντων, δικαιοπραγεῖτωσαν
Infinitive δικαιοπράγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δικαιοπραγων δικαιοπραγουντος δικαιοπραγουσα δικαιοπραγουσης δικαιοπραγουν δικαιοπραγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δικαιοπράγουμαι δικαιοπράγει, δικαιοπράγῃ δικαιοπράγειται
Dual δικαιοπράγεισθον δικαιοπράγεισθον
Plural δικαιοπραγοῦμεθα δικαιοπράγεισθε δικαιοπράγουνται
SubjunctiveSingular δικαιοπράγωμαι δικαιοπράγῃ δικαιοπράγηται
Dual δικαιοπράγησθον δικαιοπράγησθον
Plural δικαιοπραγώμεθα δικαιοπράγησθε δικαιοπράγωνται
OptativeSingular δικαιοπραγοίμην δικαιοπράγοιο δικαιοπράγοιτο
Dual δικαιοπράγοισθον δικαιοπραγοίσθην
Plural δικαιοπραγοίμεθα δικαιοπράγοισθε δικαιοπράγοιντο
ImperativeSingular δικαιοπράγου δικαιοπραγεῖσθω
Dual δικαιοπράγεισθον δικαιοπραγεῖσθων
Plural δικαιοπράγεισθε δικαιοπραγεῖσθων, δικαιοπραγεῖσθωσαν
Infinitive δικαιοπράγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δικαιοπραγουμενος δικαιοπραγουμενου δικαιοπραγουμενη δικαιοπραγουμενης δικαιοπραγουμενον δικαιοπραγουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀδύνατον γὰρ ἀδικεῖσθαι μὴ ἀδικοῦντοσ ἢ δικαιοῦσθαι μὴ δικαιοπραγοῦντοσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 5 121:5)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION