Ancient Greek-English Dictionary Language

διφροφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διφροφορέω

Structure: διφροφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from difrofo/ros

Sense

  1. to carry in a chair or litter, to travel in one
  2. to carry a campstool

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διφροφόρω διφροφόρεις διφροφόρει
Dual διφροφόρειτον διφροφόρειτον
Plural διφροφόρουμεν διφροφόρειτε διφροφόρουσιν*
SubjunctiveSingular διφροφόρω διφροφόρῃς διφροφόρῃ
Dual διφροφόρητον διφροφόρητον
Plural διφροφόρωμεν διφροφόρητε διφροφόρωσιν*
OptativeSingular διφροφόροιμι διφροφόροις διφροφόροι
Dual διφροφόροιτον διφροφοροίτην
Plural διφροφόροιμεν διφροφόροιτε διφροφόροιεν
ImperativeSingular διφροφο͂ρει διφροφορεῖτω
Dual διφροφόρειτον διφροφορεῖτων
Plural διφροφόρειτε διφροφοροῦντων, διφροφορεῖτωσαν
Infinitive διφροφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διφροφορων διφροφορουντος διφροφορουσα διφροφορουσης διφροφορουν διφροφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διφροφόρουμαι διφροφόρει, διφροφόρῃ διφροφόρειται
Dual διφροφόρεισθον διφροφόρεισθον
Plural διφροφοροῦμεθα διφροφόρεισθε διφροφόρουνται
SubjunctiveSingular διφροφόρωμαι διφροφόρῃ διφροφόρηται
Dual διφροφόρησθον διφροφόρησθον
Plural διφροφορώμεθα διφροφόρησθε διφροφόρωνται
OptativeSingular διφροφοροίμην διφροφόροιο διφροφόροιτο
Dual διφροφόροισθον διφροφοροίσθην
Plural διφροφοροίμεθα διφροφόροισθε διφροφόροιντο
ImperativeSingular διφροφόρου διφροφορεῖσθω
Dual διφροφόρεισθον διφροφορεῖσθων
Plural διφροφόρεισθε διφροφορεῖσθων, διφροφορεῖσθωσαν
Infinitive διφροφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διφροφορουμενος διφροφορουμενου διφροφορουμενη διφροφορουμενης διφροφορουμενον διφροφορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει τονδὶ λαβών. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 1 2:24)

Synonyms

  1. to carry in a chair or litter

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION